Ο Μπορός - Μουσική και Μουσικοί |
Γράφει ο/η Δημήτρης Κοφτερός | |
07.01.08 | |
Ο Μπορός (Νεοχώρι), είναι ένα από τα παλαιότερα χωριά και ανήκει στη περιφέρεια του Πλωμαρίου. Οι Μποριανοί είναι φιλόμουσοι και ακολουθούν τις μουσικοχορευτικές παραδόσεις της ευρύτερης περιοχής του Δήμου Πλωμαρίου. Τα τραγούδια χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Στα «φωνητικά» a capella, που τα τραγουδούσαν χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων και τα «ορχηστρικά», εκείνα δηλαδή που παίζονταν(1) με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Τα «φωνητικά» είναι μακρόσυρτα, λυπητερά καθώς λέγει ο ποιητής και τα τραγουδούσαν ανάλογα με τη περίσταση. Τραγούδια του καημού και του έρωτα, της ξενιτιάς, της κούνιας, της αποκριάς, νανουρίσματα, τραγούδια του κλείδωνα, του γάμου και μοιρολόγια (του νεκρού, της Παναγιάς, του Αγίου Γεωργίου). Ξεχωριστή θέση έχει παραλλαγή του Πλωμαρίτικου σκοπού (παραπουνκός), που τραγουδούσαν άνδρες και γυναίκες όπου κι αν βρίσκονταν, χειμώνα καλοκαίρι, στο καφενείο ή στα χωράφια, στο λιομάζεμα ή στη κρεβατή*. Είναι αυτοσχεδιαστικό τραγούδι και εκφράζει τα συναισθήματα της στιγμής. Τραγουδιέται από ένα τραγουδιστή ή από μια παρέα. Στη παρέα ξεκινά κάποιος τον «Πλωμαρίτικο» και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Κάποιος άλλος επαναλαμβάνει τη στροφή και πριν τη τελειώσει τον ακολουθεί η παρέα. Μερόνυχτα ολόκληρα μπορεί να κρατήσει τούτο το τραγούδι, χωρίς τελειωμό. Είπα πους θέλου να σι δώ Είπις δεν έχου άδεια Άσιτα τσιάς ρυμάξουνι Τα χτένια τσι τα μτάρια
Ο «οχτσές», είναι οκτασύλλαβο τραγούδι που λέγεται συνήθως μετά από κάθε στοίχο του «πλωμαρίτικου» σκοπού.
Έλα να πάμι βλάχαμ Στου πάνου πουταμό Ισί βλάχαμ να πλένεις Τσι γώ να τραγουδώ
Ένα άλλο τραγούδι που το έλεγαν αποκλειστικά στο Μπορό, είναι το «άγλαμαν». Συνήθως είναι τραγούδι της παρέας αλλά τραγουδιέται όπως και όλα τα άλλα τραγούδια του Μπορού από ένα μόνο τραγουδιστή. Η φράση φανερώνει καημό και ίσως προέρχεται απ' το αχ αμάν. Μελωδικά, διαφέρει απ' το πλωμαρίτικο σκοπό. Βασιλικόν εφύτεψα Στη κλίνη που κοιμάσε Άγλαμαν, αμάν - αμάν σεβνταλί μου αμάν. Να σε χτυπά η μυρουδιά Και μένα να θυμάσε Άγλαμάν, αμάν - αμάν, τσιβαέριμ αμάν.
Στις απόκριες και μόνο αυτή την εποχή, τραγουδούσαν το σκοπό του «έρι - πάλι».
Ήθελα να' ρθώ το βράδυ, έρι πάλε, μ' έπιασε ψιλή βροχή Το θεό παρακαλούσα, έρι πάλε. Για να σ' εύρω μοναχή. Μα ούτε μοναχή σε βρίσκω, έρι πάλε, ούτε με τη μάνα σου Μον' σε βρίσκω στο σεργιάνι, έρι πάλε, με τις φιλενάδες σου. Είσαι γυαλένιος μαστραπάς κι όποιον να δεις τον αγαπάς.
Ας ερχόσουνα ρε ψεύτη, έρι πάλε, κι ας γινόσουνα παπί Είχα ρούχα να σ' αλλάξω, έρι πάλε, στρώμα για να κοιμηθείς Και κορμάκι ν΄ αγκαλιάσεις ώσπου να το βαρεθείς. Γυαλί βαστάς γυαλίζεσαι, όμορφα που στολίζεσαι.
Άσπρο μου τριανταφυλλάκι, έρι πάλε, ποιος σε φύτεψε στη γή Κι έσκυψα να σε μυρίσω, έρι πάλε, και μου πήρες τη ψυχή. Λεριά - λεριά λεριώνουμαι για σένα παλαβώνουμαι Λεριά - λεριά λεριώτισσα, θα κλέψω μια Πλαγιώτισσα.
Θε να ταξιδέψω θέλω, έρι πάλε, στης Αττάλειας τα νερά Με τα Ψαριανά καράβια, έρι πάλε, να σε κλέψω μια βραδιά. Γιολό να πας γιαλό να ρθείς, τα λόγια μου να θυμηθείς.
Τη Κυριακή της μεγάλης αποκριάς, γινόταν μεγάλο γλέντι. Ντυνόταν «αρκούδις» ή «μουτσούνις» και κατέβαιναν στην αγορά, στα καφενεία. Έβαζαν προβιές απ' τα πρόβατα και σκέπαζαν το πρόσωπο με μαντήλι για να μην τους γνωρίζουν. Κάποιος ντυνόταν "καμήλα". Κάποιοι άλλοι, «πήγαιναν τον πεθαμένο» για να τον θάψουν. Φέρετρα, παππάδες, θυμιατά, η χείρα και οι στενοί συγγενείς, όλα στη τρίχα. Έπεφτε πολύ γέλιο. Το καλοκαίρι του 1989 ηχογραφήσαμε* δυο αποκριάτικα τραγούδια με άσεμνο περιεχόμενο. Στο χωριό δεν τα άκουσα ποτέ. Οι συγχωριανοί μου που τα τραγούδησαν ήταν κατά μέσο όρο ηλικίας πάνω από 50 χρονών. Το πρώτο ονομάζεται «καλόγερος»:
Καλόγερος αλώνιζε Γύρου σι μιαν αχλάδα, Έ μωρέ ε, ιχι του μπούτσου του ζυγό τα' αρχίδια του δαμάλια ε μωρέ ε
Το δεύτερο είναι ο «πραματευτής»:
Ένας καλός πραματευτής Από τη πόλη βγαίνει Έ μωρέ ε
Βρε καλέ πραματευτή Τι πραμάτια μας πουλείς Ε μωρέ ε Μπούτσις έχου φουρτουμένις Στου γαϊδούρ αρματουμένις Ε μωρέ ε
Τα' άκουσαν γι' αρχόντισσις Τρέξαν αξυπόλητις Ε μωρέ ε
Τ' άκουσαν κι οι φτουχές Τρέξαν ανιμαλλιαριές Ε μωρέ ε
Μον' μια χήρα κακουμοίρα Δεν επρόφτασι καμία Ε μωρέ ε
Πά να τνάξ τα δυό τα τσβάλια Πέφτει μια μι δυο τσιφάλια Ε μωρέ ε
Τούτι ‘νι καλή για μένα Έχ' τα σκότια μου καμένα Ε μωρέ ε
Να τη βάλου στου τσουκάλ' Να φουσκόσ' να κάν' τσιφάλ' Έ μωρέ ε
Το τραγούδι της κούνιας λεγόταν τη Λαμπρή. Μετά τη δευτερανάσταση, δηλαδή τη Κυριακή της Λαμπρής, έκαναν κούνιες. Κρεμούσαν ένα διπλό σχοινί (φόρτωμα) στο κλαδί κάποιου δένδρου, και με τις άκρες του σχοινιού έδεναν μια μακριά σανίδα. Στη κούνια ανέβαιναν συνήθως δυο κοπέλες, τις κουνούσαν και τις τραγουδούσαν. Πάνω στη κούνια κάτσανε Τέσσερα μαύρα μάτια Τέσσερα χείλη ροζακιά Ροδόσταμο γεμάτα.
Του Μάϊ μήνα μια φουρά Που κιλαϊδούν τα' αηδόνια Τότις σι προυτουφίλησα Τσι του θυμούμι ακόμα
Νανουρίσματα και ταχταρτίσματα έλεγαν στη κούνια του μωρού. Συνήθως το νανούριζε η μάννα του ή κάποιος απ' το στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Τάχτιρντέλ - ταχτιρντέλ Του μικρό μας του μουρέλ.
Τάχτιρντί του λέγανι Τσ'όλου του παντρέβανι
Στον αρραβώνα και το γάμο έλεγαν τα ανάλογα τραγούδια
Πάσχισα και πολέμησα Και πήρα αηδονάκι Πότισα όλους τους εχθρούς Δέκα λογιώ φαρμάκι
Γαμπρέ μου ωραιότατε Κι όμορφο παλικάρι Η γνώμη σου ζυγίζεται Με το μαργαριτάρι
Ω νυφούλαμ' στολισμένη Ακκλησιά ζουγραφισμένη
Να ζήσ' η νύφη κι ο γαμπρός Να ζήση κι ο κουμπάρος Να ζήση το συμπεθεριό Να κάνει κι άλλους γάμους
Απ' τη γέννηση λοιπόν ως τον αντίγαμο, οι Μποριανοί, τραγουδούσαν κάθε γεγονός, καλό ή κακό . Τραγούδι μοιρολόϊ, έλεγαν και στο νεκρό. Δεν υπήρχαν πληρωμένες μοιρολοϊστρες. Τον μοιρολογούσαν οι συγγενείς και φίλοι, όλη νύχτα, μέχρι να γίνει ο ενταφιασμός. Στη γιορτή του Μεγάλου Βασιλείου, τη πρωτοχρονιά, οι πιτσιρικάδες γυρνούσαν στο χωριό και έλεγαν τα κάλαντα. .... αρχημηνιά τσ' αρχή χρουνιά ψιλή μου δεντρολιβανιά... Η ανταμοιβή ήταν λίγα καρύδια, λίγα σύκα και ότι άλλο είχε στο σπίτι η νοικοκυρά. Στο καφενείο λίγα στραγάλια, ένα λουκούμι ίσως και καμιά πεντάρα. Και οι μεγάλοι στα καφενεία, έλεγαν τούτο το πρωτοχρονιάτικο τραγούδι για να τους πα καλά ο χρόνος. Ύστερα συνέχιζαν με το πλωμαρίτικο. Στον κλείδωνα, στη γιορτή του Αϊ Γιάνη, άναβαν φωτιές. Οι κοπέλες έβαζαν από βραδύς το τσουκάλι με το «αμίλητο» νερό και διάφορα αντικείμενα. Το βράδυ του κλείδωνα άνοιγαν το τσουκάλι, έβγαζαν ένα - ένα τα αντικείμενα και οι παρευρισκόμενοι έλεγαν για κάθε αντικείμενο ένα τετράστιχο. Έχεις δυο μάτια σαν αυγά Δυό κόλους σα βαρέλια Τσ'όποιους γυρίσει τσι σι δει Ξιρένιτι στα γέλια
Τα μάτια σ' είνι όμουρφα Μα γώ τα καμαρώνου Όντας τα βλέπου χαίρουμι Τς' όντας τα χάνου λιώνου
Στο Μπορό όπως άλλωστε και σε κάθε χωριό του νησιού, υπήρχε και μια τουλάχιστον μουσική κομπανία. Η βασική της σύνθεσή, τα σαντουρόβιολα. Οι μουσικοί που αποτελούσαν τη πρώτη Μποριανή κομπανία, σύμφωνα με τις ενδείξεις, πρέπει να ήταν: βιολί, Στρατής Παντελέλλης, σαντούρι, Κώστας Τυροπώλης (Καραδούκας). Το γεγονός επιβεβαιώνει η ιστορία που μας διηγήθηκε ο βιολιστής Μανώλης Παντελάλλης σε συνέντευξη που μας παραχώρησε στις 12 Απριλίου του 1990 στο Παλαιοχώρι. «Κάποτε, μια παρέα Μποριανών, φώναξε το Στρατή το Παντελέλλη, να τους παίξει μουσική. Εκείνος έστειλε ένα πιτσιρικά να φωνάξει το Κωστή Τυροπώλη (Καραδούκα) που έπαιζε σαντούρι. Ο Καραδούκας είχε καμίνι και έκανε κάρβουνα. Κατεβαίνει στο χωριό, παίρνει γρήγορα το σαντούρι απ' το σπίτι, και πηγαίνει στο καφενείο. Με τις πρώτες μπαγκετιές, πετάχτηκαν μέσα απ' το σαντούρι δυο ποντίκια». Σαντούρι έπαιζε και ο Ιωάννης Βαλάκος, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έπαιζε στο συγκρότημα του Παντελέλλη. Ο Στρατής Εμμανουήλ Παντελέλλης γεννήθηκε το 1869 ή 1873 στο Παλαιοχώρι και έπαιζε σαντούρι και βιολί. Στο Μπορό παντρεύτηκε την Αναστασία Παντελή Βενετή και απέκτησαν έξι παιδιά. Το μονάκρυβό του γιο Παντελή*, τον μύησε στα μουσικά δρώμενα από πολύ μικρό και τον έστειλε στη Γέρα, στο χωριό Σκόπελο, στο Μικρασιάτη Γρηγόρη Κονσταντέλια, για να μάθει σαντούρι. Όταν επέστρεψε, τον πήρε στη κομπανία. Ο Στρατής Παντελέλλης, πρώτα έμαθε τον αδερφό του Κωστή σαντούρι. Αυτός έμενε στο Παλαιοχώρι και ήταν πατέρας του βιολιστή Μανώλη Παντελέλλη. Στη συνέχεια μύησε στη μουσική τέχνη και τα ανήψια του που έμεναν στο Παλαιοχώρι. Ο Μανώλης Παντελέλλης αναφέρει ότι ο θείος του Στρατής του έμαθε κάποιους σκοπούς και πως στα πρώτα του βήματα έπαιζε κοντά στο θείο του. Κοντά στο Μανώλη έμαθαν και τα άλλα του αδέρφια και έτσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη και καλή μουσική κομπανία, «τα Παντιλέλια».* Ο Στρατής Παντελέλλης, πάντρεψε τις κόρες του με μουσικούς που καταγόταν απ' το Μπορό. Την Πελαγία (Παλουγού) (1901 -), με το Κωστή Γιαλούρι που έπαιζε βιολί. Ο Γιαλούρης (1888-1974) γεννήθηκε στο Μπορό και έφυγε για τη Σμύρνη. Εκεί υπηρέτησε στη χωροφυλακή και παράλληλα μάθαινε βιολί. Έφυγε απ' τη Σμύρνη με τη καταστροφή του 1922. Τη Μαρία (1899-) την πάντρεψε με τον Εμμανουήλ Βουλέλη (1899-1985)που έπαιζε τρομπόνι, τραγουδούσε και ήταν δεξιός ψάλτης στην εκκλησία του Μπορού. Το τρομπόνι και τη ψαλτική τα έμαθε στην Αγιάσο. Πήγαινε στο Ρόδανο (¨Αννες) και μάθενε τρομπόνι. Ο Στρατής Παντελέλλης, έπαιζε μαζί με τον κλαρινίστα Παναγιώτη Λιναρδή. Ο Λιναρδής καταγόταν από τη Βρίσα και είχε παντρευτεί στο Μπορό την Ασπασία Αποστολέλλη. Απέκτησε τρία παιδιά, το Χριστόδουλο που έγινε γιατρός, τον Αποστόλη ταξί, εργολάβος οικοδομών και μπουζούκι και το Μιλτιάδη, δάσκαλο. Έπαίζαν σε διάφορα χωριά της Λέσβου και πολλές φορές πήγαιναν και έπαιζαν απέναντι στα Μικρασιάτικα παράλια. Μια φορά τους κάλεσαν να παίξουν σε ένα τούρκικο γάμο. Εκείνοι έπαιζαν και οι τούρκοι χόρευαν αλλά δεν πλήρωναν. Αγανάκτησαν με τη συμπεριφορά των τούρκων και σκέφτηκαν να φύγουν. Τραγουδιστά λοιπόν και στα ελληνικά λέει ο Στρατής Παντελέλλης στους υπόλοιπους της κομπανίας. Εσείς από τη πόρτα Τσι γώ απ' του παναθίρ Αϊντιτι να παγαίνουμι Δε βλέπουμι χαίρ
Ο Παναγιώτης Λιναρδής γνώριζε μουσική γραφή και ανάγνωση. Θυμάμαι ένα τεράστιο ξύλινο σεντούκι στο σπίτι της θειας μου Μυρσίνας Ξυπτερά, γεμάτο με κιτρινισμένα χαρτιά με περίεργα γράμματα. Έβγαζε ένα - ένα και το έκανε προσάναμα στο καζάνι που έβραζε νερό για το πλύσιμο. Ρώτησα τη θεια μου να μου πει τη γράφουν τούτα τα χαρτιά και μου είπε πως ήταν του μπάρμπα μου του Λιναρδή νότες που τις έπαιζε με το κλαρίνο. «Δος μου και μένα μερικά βρε θειά μπορεί σα μεγαλώσω να μάθω να παίζω μουσική». Και η απάντησή της ήταν αρνητική. «ισύ σα μιγαλώις ή παππάς θα γίν' ή δάσκαλους». Όλος τούτος ο θησαυρός έγινε παρανάλωμα του πυρός και προσάναμα του καζανιού. Στη κομπανία του Μπορού, συμμετείχαν ακόμα: τρομπόνι ο Αριστείδης Κουμπάς που καταγόταν από τα Βασιλικά και παντρεύτηκε στο Μπορό τη Ρηνιώ Ευστρατίου Βενετή. Η Αγιάσος ήταν το πολιτιστικό κέντρο της περιοχής, διότι εκεί πήγαιναν να μάθουν κάποιο όργανο, και από εκεί έφερναν τους σκοπούς. Κάποτε έστειλαν το Κουμπά να πα στην Αγιάσο για να μάθει ένα καινούργιο σκοπό. Επιστρέφοντας στο Μπορό θα τον μάθενε και στους υπόλοιπους της κομπανίας. Κάπου κοντά στα «πόταμα», κάθισε να ξεκουραστεί και να επαναλάβει τη μελωδία που έμαθε απ' το Ρόδανο. Δυστυχώς την είχε ξεχάσει. Ξαναγύρισε στην Αγιάσο βρήκε το Ρόδανο και του υπενθύμισε το σκοπό. Έφυγε για το Μπορό, αλλά μέχρι να γυρίσει νύχτωσε και οι υπόλοιποι της κομπανίας ανησύχησαν και τον έψαχναν. Στο συγκρότημα του Μπορού έπαιζε βιολοντσέλο ο Δημήτρης Καλδέλλης ή Αντίκα. Ήταν φίλος του Στρατή Παντελέλη και εκείνος ήταν που τον μύησε και τον προέτρεψε να ασχοληθεί με τη «μπασσαβιόλα». Ήταν δε καλός τραγουδιστής. Εγώ τον θυμάμαι που έπαιζε πότε με το δοξάρι και πότε με τα δάκτυλα. Κλαρίνο μετά το Λιναρδή, έπαιζε ο Παναγιώτης Μουτζούρης ή Γαλίπα. Κατάγεται απ' το Μεγαλοχώρι. Στη κομπανία του Μπορού προστέθηκε ο Νίκος Κουμπάς, γιος του Αριστείδη που στην αρχή τραγουδούσε και έπαιζε και λίγο βιολί. Ο Νίκος Κουμπάς, παντρεύτηκε στο Ακράσι και συνέχισε να παίζει βιολί και να τραγουδά πότε με τη κομπανία των Ακρασοτών και πότε με τους Μποριανούς. Όπως είπα και στην αρχή, οι Μποριανοί είναι φιλόμουσοι. Είναι αρκετοί που ασχολήθηκαν με τη μουσική και έμαθαν κάποιο όργανο. Θυμάμαι το Μανώλη Τυροπώλη ή Καραδούκα, εγγονό του σαντουριέρη Κωστή Τυροπώλη ή Καραδούκα, που μάθαινε σαντούρι. Ήταν ένα μικρό σαντούρι, χωρίς κόντρα μπάσα. Με πήγαινε στο σπίτι του η θεια μου η Μυρσίνα Ξυπτερά, τον παρακολουθούσα που έπαιζε και του ζητούσα χορδές για το δικό μου σαντούρι (παιδικό παιχνίδι). Ο Κώστας ΓρηγορίουΤυροπώλης, έπαιζε ακορντεόν. Ο αδερφός του Χριστόφορος Γρηγορίου Τυροπώλης ή Καραδούκας, έπαιζε σουράβλι και αργότερα ακορντεόν. Και οι δυο ζουν στην Αθήνα. Ο γιος του Μανώλη, Χριστόφορος Τυροπώλης ή Καραδούκας, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το τραγούδι και το ακορδεόν. Έμαθε και λίγο κλαρίνο και έπαιξε με το συγκρότημα του Χριστιανού. Ο Γιάννης Δημητρίου Γιαλούρης ( ), έμαθε τρόμπα - κορνέτα στη Πλαγιά απ' το Δημήτρη Στεριανό ή Μπουρλή και αργότερα υπηρέτησε στη στρατιωτική μουσική. Ο Χριστόφορος Δημητρίου Αθανασσέλλης, ήταν χωροφύλακας στη Χίο και έπαιζε πολύ καλά τρίχορδο μπουζούκι. Πολλές φορές συμμετείχε στη κομπανία του Μπορού. Ο Κωνστανίνος Παναγιώτου Αποστολέλλης, έπαιζε αρχικά σουράβλι και αργότερα ακορντεόν. Ο γιος του Παναγιώτης (Pittas) Αποστολέλλης, είναι επαγγελματίας μουσικός και παίζει μπουζούκι με το συγκρότημα του Χριστιανού στη Μυτιλήνη.
Ο Βασίλης Γεωργίου Ασπρολούπος, πήρε μαθήματα ακορντεόν απ' το Γανωσέλλη στο Παλαιοχώρι και έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία. Εκεί τραγουδούσε και έπαιζε ακορντεόν. Γύρισε στο χωριό το 1975 και εξακολουθεί να παίζει και να τραγουδά.
Ο Στρατής Παντελή Παντελέλλης, φιλόλογος, παίζει σαντούρι και ασχολήθηκε και με τη κατασκευή του οργάνου. Ο γιος του, Παντελής, τελείωσε το Πολυτεχνείο Η/Υ, και παίζει αρμόνιο, πνευστά και ούτι. Ο Παναγιώτης Ευσταθίου Κοντέλλης, εγγονός του Στρατή Παντελέλλη, σήμερα γραμματέας του δημοτικού διαμερίσματος Πλωμαρίου, παίζει αρμόνιο. Ο Παντελής Ευστρατίου Βενετής, εγγονός του Ιωάννη Βαλάκου, και ο γιος του Στρατής, παίζουν μπουζούκι και τραγουδούν. Έχουν δικό τους συγκρότημα και παίζουν σε διάφορα χωριά της Λέσβου.
Ο Δημήτρης Βασιλείου Κοφτερός, είναι λογιστής και παίζει σαντούρι στην Αθήνα. Τον Αύγουστο του 1978, ζήτησα απ' το Παντελή Παντελέλλη, να μου γράψει μια κασέτα με σόλο σαντούρι. Τα τραγούδια και οι σκοποί της κασέτας είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των χορών και του παραδοσιακού ρεπερτορίου που παιζόταν στο χωριό ως το 1978. Πέρα απ' τα παραδοσιακά, έπαιζαν νησιώτικα ρεμπέτικα και λαϊκά. Το περιεχόμενο της κασέτας είναι: ΠΛΕΥΡΑ Α:
ΠΛΕΥΡΑ Β:
Ο Παναγιώτης Κοντέλλης, ανεψιός του Παντελή Παντελέλλη, τον ηχογράφησε το 1982. Οι σκοποί που ακούγονται είναι:
1) Το 1989, 17 Αυγούστου, φιλοξένησα στη Δρώτα τους φίλους και μουσικολόγους, Μάρκο Δραγούμη και Νίκο Διονυσόπουλο. Εκεί κατέβηκαν για μπάνιο οι Μποριανοί: Νίκος Αποστολέλλης, Δημήτρης Αποστολέλλης, Γιώργος Γιαλούρης, Νίκος Αθανασέλλης, Στρατής Παντελέλλης, Βενετία Αθανασέλλη - Χατζέλη, Περσεφόνη Αθανασέλλη - Γιαλούρη, Γιώργος Ξενητέλης , και τους παρακάλεσα να τραγουδήσουν. Έτσι ηχογραφήθηκε μια κασέτα με τραγούδια (αποκριάτικα, του γάμου, άγλαμαν, Πλωμαρίτικος, κ.α) απ' το Μπορό. 2)Αδημοσίευτη συνέντευξη σε μαγνητοταινία ,που μου παραχώρησε η αείμνηστη Ζαχαρούλα Παντελέλλη - Κοντέλλη (1913-) στο Μπορό το 1997 Παρασκευή 1η Αυγούστου, παρουσία του γιου της Παναγιώτη Κοντέλλη. 3)Αδημοσίευτη συνέντευξη σε μαγνητοτενία που μου παραχώρησε ο βιολιστής Εμμανουήλ Παντελέλλης και ο Γιώργος Γανωσέλλης, στο Παλαιοχώρι στις 12 Απριλίου του 1990, παρουσία του ανεψιού του Στρατή Παντελή Παντελέλλη. 4)Αδημοσίευτη συνέντευξη σε μαγνητοταινία, που μου παραχώρησαν στο Μπορό οι γονείς μου Βασίλειος Δημητρίου Κοφτερός (1918-) και Περσεφόνη Παναγιώτου Θαλασσέλη (1925), στις 20 Αυγούστου 1992, για τον Αρραβώνα, το γάμο και τον αντίγαμο. Για το ίδιο θέμα, πληροφορίες μου έδοσαν η Κλεάνθη Μιχαήλ Βερβέρη και η αδελφή της Αικατερίνη Δημητρίου Βενετή, την ίδια ημερομηνία. Παράλληλα μου τραγούδησαν τραγούδια για τον αρραβώνα, το γάμο και τον αντίγαμο. Στην ηχογράφηση με την Κλεάνθη Βερβέρη και την Αικ. Βενετή, παρών ήταν και ο Στρατής Π. Παντελέλλης. 5)Αδημοσίευτη συνέντευξη σε μαγνητοταινία που μου παραχώρησε ο Παναγιώτης Μουτζούρης ή Γαλίπα, στις 12 Απριλίου 1990 παρουσία του Ευστρ. Π. Παντελέλλη στο Μπορό. 6)Μαγνητοταινίες με τραγούδια απ' το Μπορό, που μου παραχώρησε ο Παναγιώτης Ευσταθίου Κοντέλλης.
7)Στο αρχείο μου υπάρχουν μαγνητοταινίες με τραγούδια της κούνιας (Λαμπρής). Ηχογράφηση έγινε το 1981 στο καφενείο του Παναγιώτη Βερβέρη. 9) Παντελής Παντελέλλης, σόλο σαντούρι, ηχογράφηση 1982. Αρχείο Π.Ε.Κοντέλλη
|
|
Τελευταία ανανέωση ( 15.01.08 ) |