Η Απάνω Μηχανή στο παιγνίδι μας
Γράφει ο/η Στρατής Παντελέλης   
19.12.07

Η Απάνω Μηχανή στο Μπορό –έτσι τη λέγαμε εμείς τα παιδιά- γιατί υπήρχε παράλληλα και η Κάτω Μηχανή του Συνεταιρισμού, υπήρξε ένας χώρος πολύ οικείος για μας και έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην παιδική μας φαντασία και στη πνευματική και παιδαγωγική μας ανάπτυξη. Η περιέργεια μας για κάθε αντικείμενο εκεί μέσα, ο τρόπος με τον οποίο “δούλευε” αυτή η μηχανή, έγινε πολλές φορές αναφορά στη γνώση και στο χώρο της πολλές φορές ο δάσκαλος μας εξηγούσε με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο δούλευε και το θαυμάσιο εκείνο έργο που επιτελούσε ο ατμός.

Επειδή πάλι η Απάνω Μηχανή βρισκόταν στο κέντρο του χωριού ήταν το μέρος που περνούσαμε τον υπόλοιπο χρόνο μετά το σχολείο, ήταν η “παιδική χαρά μας”. Χειμώνας καιρός κρύο βροχές και χιόνια, η Μηχανή δούλευε. Μέσα βρίσκαμε καταφύγιο, ζεστασιά και θαλπωρή πάνω στην τεράστια αλάνα της πυρήνας φτιάχναμε και εμείς τις δουλείες μας, το παιχνίδι μας. Μιμούμασταν ακριβώς με ανάλογες παιδικές κινήσεις, πολλές φορές νοερά, ας πούνε που λένε τα παιδιά, πως ήμασταν θερμαστές και βολιατζήδες. Και το άλεσμα της ελιάς άρχιζε.

Η μπουρού στο λιοτρίβι του χωριού θα μας ξυπνήσει όλους απ΄τα άγρια χαράματα. Ο θερμαστής πήγε πρώτος, έβαλε φωτιά στο καζάνι, σήκωσε ατμό και όλα σιγά σιγά πήραν το δρόμο τους. Οι ραβδιστάδες και μαζεύτρες στο βουνό, εμείς τα παιδιά στο σχολείο και στο εργοστάσιο όλοι “επί το έργον”. Η μεταφορά της ελιάς γίνεται από τους “χαμάληδες” στο μεγάλο χωνί για να πέσουν στις γυριστές στροφαλές πέτρες, “τα βόλια” να τις τσακίσουν, να τις λιώσουν, να τις κάνουν “χαμούρι”.

Τώρα το χειμώνα, μετά το σχολείο, η υπόλοιπη μέρα μας περνά στη Μηχανή. Μαστόροι ξακουστοί, χωριανοί μας όλοι, την έχτισαν, πέτρα τη πέτρα, ξυλωσιά τη ξυλωσιά. Τα μηχανήματα, γιγάντια, τεράστια φάνταζαν στα μάτια μας, όπως το ίδιο φάνταζε παράξενο και το έργο τους. Φωτιά, νερό, ατμός, σίδερο, ατσάλι τα στοιχεία της φύσης να παλεύουν το ένα το άλλο για να καταλήξουν στο τέλος σε ένα θαύμα. Στη μετατροπή της μαυρομάτας ελιάς στο χρυσοφόρο λάδι, το ευλογημένο, που μας έθρεψε και μας μεγάλωσε. Που μας έδωσε όλα τα εφόδια για την παραπέρα ζωή μας.

Τη θαυμάζαμε εμείς τη μηχανή, και την αγαπούσαμε. Παίζαμε στην αγκαλιά της, μεγαλώναμε, ωριμάζαμε.

Μέσα στη χαμουριέρα, στα μικρά λακάκια έχει συσσωρευτεί το μυρωδάτο, αχνιστό λάδι “αθέρμιστο”. Όλοι έχουμε μαζευτεί γύρω από τη φωτιά, που ψήνεται στη χόβολη το καρβέλι μας, ξερό-ξερό και περιμέναμε τη σειρά μας για να το βουτήξουμε στο λαδάκι να στηλωθούμε και να συνεχίσουμε το παιχνίδι μας. Ξεροψημένο καρβέλι βουτηγμένο στο λάδι “καπυράδα” το λέμε. Θαυμάσιο!

Κοντά στο παιχνίδι μας είναι και η εθελοντική εργασία. Κάνουμε θελήματα. Να γεμίσουμε το σταμνί νερό για να ξεδιψάσουν οι δέτες, οι θερμαστές. Αγοράζουμε τσιγάρα για το μάστορα που ακουμπισμένος στη μανέλα κουμαντάρει το μπασκί να ανέβει στητό, καμαρωτό να βγάλει όλο το λάδι. Σωστές δουλειές καθαρές. Το τσιγάρο στο στόμα τώρα το απολαμβάνει για να ξεκουραστεί με΄χρι τη πρώτη “μάϊνα”.

Ο ατμός, στριμωγμένος άσχημα μέσα στο κύλινδρο, στροβιλίζεται ξεφυσά, αλλά η δουλειά του έγινε! Η ροδάνα γυρίζει, οι πιέσεις στις αντλίες ανεβαίνουν, το μπασκί ορθώνεται, θερμίζεται και όλο εκείνο το απόσταγμα του χαμουριού μούργα νερό λάδι ανακατουμένα κυλούν στη μανίκα και στα πολύμνια. Εκεί καταλαγιάζουν όλα ήρεμα ήσυχα και το ελαφρύ λάδι ξεπετάγεται στην επιφάνεια, λαμπερό κρουστό, πεντακάθαρο. Λαμπίκος! Έτοιμο για μάζεμα.

Το “μπασκί” τώρα ξεφορτώνεται. Πέφτει κάτω αχνιστή η πυρίνα, ξερή σε πλάκες και εμείς μαζί της. Αρπάζουμε μερικές “πίτες” για να φορτώσουμε τώρα εμείς το δικό μας μπασκί. Κόβουμε σε κανονικά τετράγωνα τις πίτες και τις “φορτώνουμε” ανάμεσα σε τέσσερα ξυλάκια τους πίρους, που δένουν τα τσουβάλια για να μην σκορπούν οι ελιές. Η διαδικασία είναι ίδια και σωστή. Φόρτωμα, θέρμισμα, ξεφόρτωμα, “μάινα” στο μπασκί, όλα τέλεια. Ξεκουραζόμαστε μετά, λύνουμε τα πανιά και αλωνίζουμε την πυρήνα και γίνεται πανζουρλισμός.

Δύο άτομα στη Μηχανή, εμείς τα παιδιά, τα έχουμε περισσότερο κοντά μας. Κουβεντιάζουμε μαζί τους, μας λένε ιστορίες, σαν παραμύθια για τις παραξενιές του ατμού και τις ατμομηχανές. Είναι ο “φούιστρος” στο καζάνι και ο μηχανικός μέσα στο μηχανοστάσιο. Ο “φούιστρος” λέει δεν πρέπει να ζορίζεις πολύ τον ατμό, να τον αφήνεις που και που να ξεθυμαίνει, γιατί είναι δύστροπος και τζαναμπέτης. Με το παραμικρό ζητά να σου σπάσει τους σωλήνες και να ρεμπελέψει έξω στον αέρα, να βγει στο φυσικό του περιβάλλον. Έτσι λέει σιγά σιγά άμα τον χαϊδεύεις σα μωρό, τότε αυτός κάνει φιλότιμα τη δουλειά του. Βολεύεται στους σωλήνες και το κύλινδρο και το παλίνδρομο γίνεται. Αυτό μας το ‘πε ο μηχανικός. Λαγοκοιμάται στο καναπέ και αφουγκράζεται τις στριγκλιές του ατσαλιού που τρίβεται ξανα-τρίβεται ένα ατέλειωτο πήγαινε έλαγια να γυρίσει στο τέλος η ροδάνα και με τα λουριά όλη η κίνηση σε αντλίες και μπασκιά.

Τι θαυμάσιες ιστορίες! Τι σοφές κουβέντες, μας μαθαίνουν τόσα πράγματα αυτοί οι δύο! Εμείς τους αγαπούμε πολύ όπως και τις μηχανές τους.

Σαστίζει το μυαλό μας, από όλα αυτά που μας λέει ο μηχανοδηγός. Είναι και αστείος. Για να μας ξεφορτωθεί στήνει στο πι και φί έναν αγώνα πάλης. Εσείς οι δύο, λέει, όποιος πιάσει τη μύτη του αλλουνού και ρίξει τον άλλο κάτω, νάτο το έπαθλο. Πέντε καρύδια ολοστρόγγυλα μεγάλα, μπάλες τα λέγαμε και ένα κυδώνι, κίτρινο, μυρωδάτο, ζουμερό. Η πάλη αρχίζει πάνω στη ζεστή πυρήνα. Φόβο δεν έχουν οι παλαιστές να χτυπήσουν. Όλα επιτρέπονται. Λαβές, τρικλοποδιές, αρκεί να «φάει χώμα» η πλάτη του αντίπαλου, να τον ρίξει ανάσκελα. Οι φωνές μας και οι επευφημίες μας είναι πότε με τον ένα και πότε με τον άλλον. Το μπράβο στο τέλος το εισπράττει ο ένας, ο πιο πονηρός και ο πιο ευκίνητος.

Όλοι στο τέλος αναψοκοκκινισμένοι και χαρούμενοι συνεχίζουμε με άλλα παιχνίδια πιο απλά, για να περάσει η ώρα μας.

Δίπλα στο μεροκάματο των γονιών μας μεγαλώναμε κι εμείς απλά, σωστά με όλα τα χαρακτηριστικά τους. Ευθύνη, φιλότιμο, λόγος. Κοινωνικό περιβάλλον θαυμάσιο αυτή η μηχανή. Δεύτερο σχολείο. Τα «ίσα» και τα «μάϊνα» τα συνθήματα των μαστόρων για να ανέβει και να κατέβει το μπασκί, μας έμειναν στο μυαλό μας και αναλογιζόμασταν από τότε μέχρι και τώρα τι αγώνας χρειάζεται και πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες της ζωής.

Ήταν και μερικά μέρη στο λιοτρίβι, που για μας τα παιδιά τότε έκρυβαν ένα μυστήριο. Ήταν χώροι επικίνδυνοι για την ασφάλειά μας και μόνο. Όμως στη φαντασία μας αυτό το μέρος, μπαίνοντας δεξιά προς τη νότια πλευρά, κυριαρχούσε το δέος και ούτε που κοιτούσαμε προς τα κεί. Ήταν και μισοσκόταδο χωρίς φως από το κλειστό ψηλό παράθυρο, τοπίο άβατο και φοβερό. Οι απαγορεύσεις στη Μηχανή, ήταν πολλές φυσικά για την ασφάλειά μας. Εμείς πειθαρχούσαμε και καλάκάναμε, γιαυτό δεν είχαμε και ατυχήματα. Λοιπόν, στο μέρος αυτό υπήρχε μια τεράστια δεξαμενή, ταμιευτήρας νερού για τις ανάγκες της Μηχανής, σκεπαστή για την ασφάλεια όλων φυσικά. Η απαγόρευση ήταν ρητή. Μην πηγαίνετε προς τα εκεί, είναι πηγάδι, θα πνιγείτε. Στην παράξενη λέξη πηγάδι, που ούτε ξέραμε τότε τι θα πεί και θα πνιγείτε, ήταν για μας τα κλειδιά που κλείδωσαν αυτό το χώρο στη συνείδησή μας και τον είχαμε αποκόψει από τόπο παιχνιδιού. Η ζεστή πυρήνα μας αρκούσε.

Το λάδι στα πολύμια καταλάγιασε, πήρε να βραδιάζει κιόλας και το μέτρημα άρχισε. Με το τάσι γέμιζαν τα λαίνια, όσο πιο πολλά έπαιρναν στο μόδι, τόσο καλύτερα. «τέσσερα Σταυρός», «έξη άψε το κερί να φέξει» βροντοφώναζε ο βοηθός αδειάζοντας τα λαϊνια στο πιθάρι ή στο κιούπι και για να τον ακούει ο νοικοκύρης να χαίρεται και για να περιμένει και κανένα κέρασμα το βράδυ στο καφενέ.

Στα «έντεκα» στα «δώδεκα» η παραγωγή ήταν μικρή. Τα λαϊνια έπρεπε να γίνουν δεκαεννιά ή είκοσι για να λέγαν όλοι πως πήγαν καλά τα αλέσματα. «Καλοκάρδισες; ρωτούσαν όλοι.

- έ δόξα το θεό, καλά.

Αυτά ακούγονταν μετά το σταμάτημα της μηχανής. Ο βουητός

σταματούσε, οι φωνές, που πρώτα ήταν βροντερές, τώρα ήταν σιγανές, ψιθυριστές, ανθρώπινες.

 

Ο μόχθος έπαιρνε το κέρδος του. Τα λάδια λίγα ή πολλά ήταν τότε αρκετά για να θρέψει ο δουλευτής τη φαμίλια του, όπου κι αν δούλευε. Στο μάζεμα ή στο άλεσμα η εξασφάλιση της τροφής, ένδυσης, τα απαραίτητα για τα δύσκολα χρόνια τις «στειροχρονιές», όταν στο γύρισμα του χρόνου η παραγωγή ήταν μηδενική. Πάλι «δόξα το θεό» έλεγαν και ήταν ευτυχισμένοι.

Με το σούρουπο σχεδόν σχόλαγε η Μηχανή, εμείς μαζευόμαστε στα σπίτια μας χορτασμένοι παιγνίδι στην απλωταριά της πυρήνας αλλά και κατακουρασμένοι από ολόκληρο τον κάματο της μέρας. Στο σχολείο και στο παίξιμο.

Ίσα ίσα που προλαβαίναμε να διαβάσουμε τα αυριανά μαθήματα και γρήγορα – γρήγορα μετά το φαγητό για ύπνο. Εκεί πάλι ανάμεσα στο ξύπνιο και τον ύπνο φτιάχναμε τα καινούργια σχέδια για αύριο, αφήνοντάς τα ατέλειωτα γιατί το κουρασμένο μας σώμα έπεφτε στην πολυτέλεια του όνειρου. Σ’ αυτά γινόμασταν ότι γουστάραμε, ότι θέλαμε.

Μεγαλώναμε γρήγορα, παίρναμε στα χέρια μας τη ζωή και την κάναμε κουμάντο κατά πως μας έμαθαν οι γονείς μας και ο δάσκαλός μας. Εφόδια σωστά που θα μας χάριζαν την ευτυχία στη ζωή μας, αυτή που θα αρχίζαμε όχι πια με παιχνίδια, αλλά στον πραγματικό αγώνα της καθημερινής ζωής, της αληθινής, που έχει βάσανα και καημούς, όταν η δουλειά έχει μόχθο και άγχος, που στηρίζεται και βασίζεται σ’ αυτά που ζήσαμε μέσα από τα παιχνίδια μας.

Τελευταία ανανέωση ( 24.01.09 )