http://www.mporos.gr/neoxori

Το λεξιλόγιο της ελιάς (Από περιοδικό Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι) PDF Εκτύπωση E-mail
Γράφει ο/η Δημήτρης Κοφτερός   
05.01.08
  • Αγουρόλαδο: Το λάδι που μόλις βγαίνει στη μηχανή, από ραβδιστές ελιές
  • Αμούρη : Νερό με μικρή ποσότητα λαδιού, που κατακάθεται στη στέρνα που βρίσκεται μπροστά από την πρέσα. Η «αμούρη», διοχετεύεται έξω από το εργοστάσιο.
  • Αξαγιά : Πληρωμή του εργοστασιάρχη. Για κάθε μόδι ελιάς, κρατά από τον παραγωγό, 100 δράμια λάδι.
  • Θέρμισμα: Διαδικασία κατά την οποία ρίχνεται καυτό νερό στα τσουπιά που βρίσκονται στην πρέσα.
  • Καπίρα: Ψημένο ψωμί βουτηγμένο σε αγουρόλαδο
  • Κιούπι: Πιθάρι. Μεγάλα πήλινα δοχεία, για την αποθήκευση του λαδιού.
  • Λαγήνια: Γανωμένα δοχεία που το καθένα τους χωρούσε 6,5 οκάδες λάδι.
  • Μαστραπάς: Μεταλλικό δοχείο με το οποίο μάζευαν το λάδι.
  • Μαξούλι: Ετήσια παραγωγή.
  • Μόδι: Μονάδα μέτρησης παραγωγής λαδιού. Ένα (1) μόδι ελιές, ισοδυναμεί με 500 οκάδες λάδι, δηλαδή, 640 κιλά.
  • Μπασκιά: Ξύλινες ή μεταλλικές πρέσες, που χρησιμοποιούνται για να ξεχωρίζουν το λάδι απ’ τις πολτοποιημένες ελιές. Αποτελούνται από δυο πλάκες, από τις οποίες η κάτω ήταν ακίνητη, ενώ η πάνω κατέβαινε σιγά – σιγά με τη βοήθεια κοχλία.
  • Μπουρού: Σωλήνας – σειρήνα που ήταν συνδεδεμένη με το καζάνι του ελαιοτριβείου. Με την πίεση του ατμού γινόταν σειρήνα. Με το σφύριγμα της μπουρού, ειδοποιούνταν στις έξη η ώρα το πρωί οι εργάτες του ελαιοτριβείου για να αρχίσουν δουλειά.
  • Οκά: Μονάδα μέτρησης του βάρους.
  • Οξύτητα: Η οξύτητα αποτελεί το βασικότερο κριτήριο ποιοτικής αξιολόγησης του ελαιολάδου και με βάση αυτήν, διαμορφώνεται η εμπορική του αξία. Η οξύτητα εκφράζεται είτε σε γραμμάρια ελεύθερου ελαϊκού οξέος ανά 100 γραμμάρια λιπαρής ύλης (βαθμός οξύτητας), είτε σαν αριθμός οξύτητας, που αποδίδει τα χιλιοστά του ΚΟΗ τα οποία απαιτούνται για την εξουδετέρωση των ελεύθερων λιπαρών οξέων, που υπάρχουν σε ένα γραμμάριο λαδιού. Η σχέση η οποία συνδέει τις δυο αυτές εκφράσεις (οξύτητα –αριθμός οξύτητας), είναι: οξύτητα (σε αλαϊκό) (°/°)=αριθμός οξύτητας Χ0,503. Με βάση την οξύτητα, το ελαιόλαδο, διακρίνεται σε φαγώσιμο (οξύτητα μέχρι 3,3°/°) και βιομηχανικό (οξύτητα μεγαλύτερη από 3,3°/°).
  • Πολήμι: Η στέρνα που βρίσκεται μπροστά από το πιεστήριο. Εκεί αζεύεται το υγρό (λάδι και νερό) που βγαίνει από το μπασκί μετά το «θέρμισμα».
  • Ρουπάδες: Λέγονται και δαμαστές. Δεν αποτελούν ξεχωριστό είδος ελιάς. Σε κάποια ελαιόδεντρα παράγεται ένας μήκυτας που διαφοροποιεί τον καρπό.
  • Στάμα: Είναι η δουλειά που γίνονταν στο αρχικό πιεστήριο, για να ξεχωρίσουν το λάδι από τον πολτό. Συνήθως διαρκεί μιάμιση ώρα και συνθλίβονται 500 οκάδες ελιές.
  • Ταγάρια: Αγωγοί μέσα από τους οποίους διέρχεται η «αμούρι», έξω από το εργοστάσιο.
  • Ταξίμι: Μικρή δεξαμενή όπου αποθηκεύεται η «αμούρι».
  • Τουλούμι: Ασκί από δέρμα προβάτου, με το τρίχωμα προς τα μέσα.
  • Τσ’πιά – τσουπιά: Μεγάλα τετράγωνα ελαιόκαρπα, αρχικά τρίχινα και στη συνέχεια από φυτικές ίνες, που ταγέμιζαν με το χαμούρι (πολτός ελιάς), τα δίπλωναν σε σχήμα φακέλου και τα στοίβαζαν πάνω στο πιεστήριο (μπασκί).
  • Φουρτούμ: Μάνικα.
  • Χαμούρι: Οπολτός που προκύπτει από το άλεσμα της ελιάς.
  • Χαμουργιέρα: Μεταλλική δεξαμενή όπου μαζεύονταν ο πολτός της ελιάς (χαμούρι) που προέκυπτε από το αρχικό άλεσμα.
Τελευταία ανανέωση ( 10.01.08 )
 
< Προηγ.   Επόμ. >