ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ
Η «μηχανή» λειτουργούσε απ’ το Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο και τις «μαξουλουχρουνιές», μέχρι και τον Μάϊο. Εδώ δούλευαν εργάτες με τις παρακάτω ειδικότητες:
Θερμαστής, μηχανοδηγός, πετράς, χαμάληδες, γεμιστές, δέτες, οι μάστορες οι βοηθοί και ο γραμματικός ή διευθυντής. Συνολικά έφταναν τα 12 άτομα. Σε καλή περίοδο καρποφορίας – μαξουλουχρουνιά - το εργοστάσιο «άλεθε» δηλαδή κατεργαζόταν γύρω στα 1.500 μόδια ελαιόκαρπο (1 μόδι ήταν 500 οκάδες ή 640 κιλά ελιές).
Γύρω στις 5 το πρωί, πρώτος έρχεται «στη μηχανή», ο θερμαστής που άναβε το καζάνι – λέβητα για «να σηκώσει ατμό». Μέλημά του να κρατά τη θερμοκρασία πάνω από 100 – 120ο για να παράγεται ατμός. Ως καύσιμο για το λέβητα χρησιμοποιούσε πυρήνα (ελιά μετά την έκθλιψη). Αργότερα, γύρω στο 1960 όταν ακρίβυνε η πυρήνα, χρησιμοποιήθηκε το ξύλο ως καύσιμο και κυρίως τα μεγάλα πεύκα. Παράλληλα άναβε τα λυχνάρια10 για να φωτισθεί ο εσωτερικός χώρος του εργοστασίου. Κατά τις 6 π.μ. και αφού ο ατμός ήταν έτοιμος, ειδοποιούσε με τη «μπουρού» τον μηχανοδηγό και τους εργάτες για δουλειά. Ο μηχανοδηγός λάδωνε την ατμομηχανή, τους άξονες τις πέτρες κ.λ.π. και στη συνέχεια έβαζε μπρος την ατμομηχανή. Οι χαμάληδες11 κουβαλούσαν στη πλάτη τις ελιές απ’ τις μπατές με σακιά τρίχινα και τις έριχναν στα βόλια για άλεσμα. Κάθε σακί χωρούσε γύρω στις 70 – 80 οκάδες. Αφού τα βόλια πολτοποιούσαν τις ελιές, ο πετράς ή βολιατζής, άνοιγε το πορτάκι που ήταν στο κάτω μέρος του μύλου για να γεμίσει ο κάδος. Από εδώ οι δέτες, με σιδερένια πιάτα έβαζαν πολτό ελιάς στα τρίχινα σακιά – τσ’πιά12, έδεναν με το τρίχινο σχοινί – τριχιά – τις τέσσερις άκρες και τα έδιναν στο μάστορα για να τα τοποθετήσει στο πιεστήριο – μπασκί -.
Ο μάστορας τοποθετούσε τους φακέλους – τσ’πιά - σε ευθεία σειρά πάνω στο πιεστήριο και ο βοηθός έριχνε ζεστό νερό σε κάθε ένα φάκελο. Το ανέβασμα του πιεστηρίου γινόταν σιγά - σιγά, έκλειναν τις βαλβίδες πίεσης, και χρησιμοποιούσαν μεγάλα ξύλινα δοκάρια τις «μανέλες», για να κρατήσουν τους φακέλους σε ευθεία κατάσταση «να μη ξιβιρτάρ του μπασκί».
Στο πιεστήριο οι φάκελοι με το πολτό ελιάς, πιέζονταν 3 φορές. Τη πρώτη φορά τοποθετούσαν τα τσ’πιά στο πιεστήριο και τα πίεζαν χωρίς να ρίξουν ζεστό νερό (αθέρμ’στα). Ξεφόρτωναν13 το πιεστήριο και επαναλάμβαναν τη διαδικασία για δεύτερη και τρίτη φορά. Στη δεύτερη και τρίτη φορά έριχναν από ένα μαστραπά ζεστό νερό.
Κατόπιν κατέβαζαν τα τσ’πιά απ’ το πιεστήριο και άδειαζαν τη πυρήνα δηλαδή το ξηρό πολτό ελιάς και τα παρέδιδαν στους δέτες για να τα γεμίσουν με πολτό να τα παραδώσουν στους βοηθούς και τους μαστόρους για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία.
Το πιεστήριο ήταν ειδικά διαμορφωμένο έτσι ώστε το λάδι, το ζεστό νερό και η μούργα την ώρα της σύνθλιψης, να μαζεύονται σε μικρή δεξαμενή μπροστά στο πιεστήριο. Οι μικρές αυτές δεξαμενές λέγονταν «πολύμια». Απ’ τα πουλύμια με τους «μαστραπάδες» μάζευαν το λάδι που επέπλεε στο νερό και τη μούργα και το έβαζαν στα λαγήνια (χωρητικότητα 6,50 οκάδες λάδι). Μετά που λιγόστευε το λάδι, με ένα είδος πιάτου που το ονόμαζαν «κατσιρμά» μάζευαν το υπόλοιπο λάδι. Ότι έμεινε στο πολύμι το τοποθετούσαν για μια ώρα περίπου σε μικρά ξύλινα βαρέλια 20-25 κιλών, που τα ονόμαζαν «σουσμέδες». Οι «σουσμέδες» είχαν μια μικρή τρύπα στο κάτω μέρος που έκλεινε με φελλό. Έβγαζαν το φελλό έφευγε η μούργα και το λάδι που έμενε το έβαζαν στο λαγήνι.
Έξω απ’ το εργοστάσιο υπήρχαν δυο δεξαμενές «τα ταγάρια» όπως τα έλεγαν και τα νοίκιαζαν με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό. Τη μούργα – αμούρ, τη διοχέτευαν στα ταγάρια. Εκεί παρέμεινε η αμούρ για μερικές μέρες και ο ενοικιαστής πήγαινε και μάζευε σε δοχείο, ότι λάδι επέπλεε στην επιφάνεια του ταγαριού για να βγάλει τα έξοδα του ενοικίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, κάθε πιεστήριο επεξεργαζόταν 8 στάματα την ημέρα (από 08,00 μέχρι 16,00) δηλαδή 8Χ250= 2.000 οκάδες ή 8Χ320= 2.560 κιλά ελιές. Με τα δύο πιεστήρια που είχε το «εργοστάσιο» επεξεργαζόταν 16 μόδια δηλαδή 5.120 κιλά ελιές τη μέρα. Τη περίοδο 1961 – 1962 «άλεσε» γύρω στα 1.000 μόδια και το ελαιοτριβείο του Συνεταιρισμού 1.750 μόδια ελιές.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ
Θερμαστές – φουίστρους: Γιαλούρης Δημήτριος και Βερβέρης Μιχάλης.
Μηχανοδηγός - μηχανικός: Καλδέλης Ιωάννης και Αριστείδης Αρχοντέλης.
Μάστοροι: Δεσποτέλης Αντώνιος, Αποστολέλης Νικόλαος, Δεσποτέλης Γεώργιος
Βοηθοί: Τραγάκης Ευστάθιος, Δεσποτέλης Γεώργιος, Αβδελάς Εμμανουήλ και Κουμπάς Νίκος
Χαμάληδες: Σαραντέλης Σαράντος, Κακάμπουρας Παναγιώτης, Κακάμπουρας Γεώργιος, Χρυσάφης Ευστάθιος, Λούπος Γεώργιος και Τυροπώλης Μανώλης. Οι χαμάληδες φορούσαν λαδιές (τσιρβούλια) για να μην γλιστρούν στην πατουμέν’. Πετράδες ή Βολιατζίδες: Σαράντος Σαραντέλης, Πρίμης Στέλιος και Βερβέρης Παναγιώτης.
Γεμιστές – Δέτες: Παναγιώτης Αποστολέλης, Δημήτρης Γιαννούλος και Πρίμης Στέλιος
Ο γραμματικός ή δ/ντής: Εμμανουήλ Κ. Μαραγγέλης, Δ. Αγιακάτσικας, Δ. Καβαρνός, Παναγιώτης Καλδέλης, Βαλάκος Ιωάννης.
ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΑΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ
Τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα ελαιοκτήματα του Μπορού και της περιφέρειας τα είχαν συγκεντρώσει οι μεγαλοτσιφλικάδες του Πλωμαρίου, Ι Αθανασιάδης, Πούλιας, Μαραγκέλης. Οι Μποριανοί είχαν μικρό κλήρο και αναγκάζονταν να δουλεύουν εργάτες στα κτήματα των τσιφλικάδων. Τα κτήματα που ανήκαν στην εκκλησία στο σχολειό στη κοινότητα ή σε ανήμπορους και άκληρους ηλικιωμένους, για να μαζευτούν, τα έβγαζαν στο ικάντο δηλαδή σε δημοπρασία. Ανακοίνωνε ο ντελάλης τη δημοπρασία και «ανέβαζαν» δηλαδή πλειοψηφούσαν οι ενδιαφερόμενοι. «Έμεινε και κατακυρώθηκε στον…..» ήταν η τελευταία φράση του ντελάλη. Λόγω της ανάγκης, οι δημοπρασίες για το νοίκιασμα του καρπού των ελαιοκτημάτων, έφταναν σε μεγάλα ποσά και τις περισσότερες φορές ο ενοικιαστής «έμπαινε μέσα» δηλαδή μάζευε το κτήμα δωρεάν ή στη καλύτερη περίπτωση έβγαζε μικρό κέρδος.
Η ενοικίαση των κτημάτων «κισίμια» καθώς και οι άλλες συναλλαγές, π.χ. η απόδοση του ελαιοκάρπου σε λάδι, γινόταν σε λαγήνια15. Σαν έφτανε η εποχή του λιομαζόματος οι άνδρες, ράβδιζαν τις ελιές και οι γυναίκες τις μάζευαν απ’ το έδαφος με τα χέρια. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το 1935 το μεροκάματο του ραβδιστή ήταν 50 δρχ και της μαζεύτρας 25 δρχ.
Η μεταφορά απ’ το κτήμα στο εργοστάσιο γινόταν με τα ζώα, γαϊδούρια ή μουλάρια. Στο εργοστάσιο οι ελιές αποθηκεύονταν στις μπατές - αμπάρια ή παράγκες όπως χαρακτηριστικά τις έλεγαν στο Μπορό. Λόγω της μικρής δυναμικότητας έκθλιψης ελιών απ’ το ελαιοτριβείο, ο παραγωγός αργούσε να αλέσει τις ελιές, γι αυτό κάθε φορά που έφερνε ελιές στις παράγκες, έριχνε και μικρή ποσότητα χοντρού αλατιού για να τις συντηρήσει.
Για το άλεσμα γινόταν προσυνεννόηση με το διευθυντή του εργοστασίου. Για ένα στάμα ελιές (320 κιλά),το 1930-1940, τα αλεστικά ήταν 50 δρχ δηλαδή όσο το μεροκάματο του ραβδιστή.
Μετά το άλεσμα το λάδι ή το έπαιρναν στο σπίτι ή το αποθήκευαν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια τα «κιούπια» ή «βκίνις» στο χώρο του εργοστασίου στο λεγόμενο «λαδομάγαζο». Η μεταφορά απ’ το εργοστάσιο στο σπίτι ή στην αποθήκη ή και στο Πλωμάρι για να το πουλήσουν, γινόταν με «τουλούμια». Το τουλούμι ήταν σάκος φτιαγμένος από δέρμα τράγου και χωρούσε 50-60 οκάδες λάδι. Το τουλούμι το μετέφερε ο χαμάλης στη πλάτη απ΄ το ελαιοτριβείο στο σπίτι του παραγωγού ή το φόρτωναν στο γάϊδαρο ή το μουλάρι και αργότερα σε αραμπά για τη μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις.
Η λειτουργία του εργοστασίου σταμάτησε το 1965. Την εποχή αυτή στο εργοστάσιο του Συνεταιρισμού τοποθετήθηκαν οι πρώτοι διαχωριστές λαδιού (DE LAVAL) που εξασφάλιζαν τον πλήρη διαχωρισμό του λαδιού από το νερό και τη μούργα (αμούρ) και την αυτόματη συλλογή του λαδιού σε βαρέλια ή στον αποθηκευτικό χώρο. Έτσι η λειτουργία της «πάνω μηχανής» κρίθηκε ασύμφορη και σταμάτησε.
ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Το ελαιοτριβείο αυτό ή το «πάνω εργοστάσιο» ή η «μηχανή τ’ Μαραγκέλ» ή «η μηχανή τ’ Μπαλάκ», όπως το αποκαλούσαν οι Μποριανοί, αγοράσθηκε το 1986 από την τότε Κοινότητα Νεοχωρίου με προτροπή και επιχορήγηση του τότε Νομάρχη Λέσβου, Νίκου Σηφουνάκη με το ποσό των 1.600.000 δρχ. με σκοπό να διατηρηθεί και να γίνει Μουσείο. Χάρη στην ενέργεια του αυτή ο κ. Σηφουνάκη, συνέβαλε τα μέγιστα στην διάσωση και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας. Το Ελαιοτριβείο Μουσείο, επιχορηγήθηκε το 1986 με 550.000 δρχ και το 1998-99 με 54.000.000 δρχ. μέσω των ΠΕΠ εκ των οποίων τα 11.000.0000 δρχ δόθηκαν μέσω του συλλόγου των Νεοχωριτών της Αθήνας «Ο ΜΠΟΡΟΣ». Με τις επιχορηγήσεις έγινε επισκευή της στέγης, έγινε μελέτη για την συντήρηση και αποκατάσταση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου 54.000.000 δρχ. Εκκρεμεί η αποκατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Σήμερα έχει γίνει παραχώρηση με σύμβαση για εκμετάλλευση, στο Π.Ο.Ι.Π. (Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Πειραιώς) με την υποχρέωση της επαναλειτουργίας του εργοστασίου. Να σημειώσουμε ότι όλος ο μηχανικός εξοπλισμός (δηλαδή, η ατμομηχανή και τα υπόλοιπα εργαλεία) αλλά και η εσωτερική διάρθρωση του εργοστασίου, σώζεται όπως ακριβώς ήταν την πρώτη μέρα της λειτουργίας του.
Το Π.Ο.Ι.Π. θα φέρνει επισκέπτες στο εργοστάσιο – Μουσείο προβάλλοντας έτσι το Μουσείου και το χωριό μας. Ήδη οι εργασίες έχουν αρχίσει ευελπιστούμε στη γρήγορη επαναλειτουργία του.
Η μηχανή τ’ Μπουρού είναι ένα σημαντικό μνημείο παραδοσιακής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής με αξία ανεκτίμητη και μοναδική. Αξίζει την επίσκεψή του.
Νεοχώρι 2 Νοεμβρίου 2004
Παναγιώτης Κοντέλης
Γραμματέας Δήμου Πλωμαρίου
Δημοτικό Διαμέρισμα Νεοχωρίου
Σημειώσεις
1) Γιώργος Ν. Γιαννουλέλλης, ΠΛΩΜΑΡΙ ΛΕΣΒΟΥ, ΣΤ’. ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΠΟΥΡΟ ΚΑΙ ΑΚΡΑΣΙ σελ.114-125.
2) 100 γρόσια = 1 Λίρα Τουρκίας = 22,71 δρχ το 1919
3) Μέχρι το 1936, ο δρόμος έφτανε μέχρι το μονοπάτι του Αϊ Γιάννη Τριψύχης, 100 μέτρα απ’ το χωριό. Το 1936, ήρθε απ’ την Αμερική όπου ήταν μετανάστης, ο Παναγιώτης Ξενιτέλης (Αμερικάνος) και έφερε με φορτηγό αυτοκίνητο τις αποσκευές του. Το φορτηγό σταμάτησε στο μονοπάτι του Αϊ Γιάννη, και από εκεί κουβάλησαν τις αποσκευές με τα «ζώα» στο χωριό.
4) Σε πέτρινη πλάκα στο ναό της Αγίας Αικατερίνης υπάρχει επιγραφή που αναφέρει: ΟΥΤΟΣ Ο ΝΑΟΣ ΟΚΟΔΟΜΗΘΗ ΔΙΕΞΟΔΩΝ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΟΝ ΕΝ ΤΗ ΚΟΜΗ ΜΠΩΡΟΝ. Μ. ΑΞΙΩΤΗΣ «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΣΒΟ» 1992,σελ.621- 625.
5α) Για την ετυμολογία της λέξης Μπορός ή Μπουρός, βλέπε Γιώργος Ν. Γιαννουλέλλης, ΠΛΩΜΑΡΙ ΛΕΣΒΟΥ, ΣΤ’. ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΠΟΥΡΟ ΚΑΙ ΑΚΡΑΣΙσελ.114-125.
5β) «..θλίβομαι όταν συλλογιστώ πως το Μπουρό, ένα πολύ παλιό χωριό, μετονομάσθηκε στο ανούσιο Νεοχώρι! Χάθηκε ο κόσμος να το μετονομάσουν, αν δεν τους άρεσε το Μπουρό, σε Πόρος (πέρασμα από το Παλαιοχώρι στην Αγιάσο) ή σε Πώρο;….»
6) Μέχρι το 1925, σε κάποιες περιοχές της περιφέρειας Μπορού, καλλιεργούσαν καπνά («Ψημιές» κ.α.).
7) τιμίνι: βλέπε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΛΩΜΑΡΙΤΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ «ΒΕΝΙΑΜΙΝ ο ΛΕΣΒΙΟΣ» ΜΝΗΜΗ και ΠΑΡΑΔΟΣΙ, 1986. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ 1780-1840, ΤΑΚΗ ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗ, σελ.79-93.
8) Οικονόμος Τάξης 1909 «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ»
9) Χρονιά με μεγάλη παραγωγή ελιάς.
10) Δοχεία με φυτίλι που ως καύσιμο χρησιμοποιούσαν λάδι.
11) Αχθοφόρος, κουβαλητής
12) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ – ΑΛΛΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ σελ. 1-7 http://www.aegean.gr/culturelab/professional-gr.htm
13) Έκλειναν την βαλβίδα υψηλής πίεσης του νερού και την άνοιγαν.
14) Μικρά μεταλλικό δοχείο με χερούλι.
15) Μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας 6,50 οκάδες λαδιού ή 8,25 κιλά λάδι, που ως σημείο πληρότητας των 6,50 οκάδων, είχε μια οπή πριν την ολική του χωρητικότητα.
Βιβλιογραφία
- Γιώργος Ν. Γιαννουλέλλης, ΠΛΩΜΑΡΙ ΛΕΣΒΟΥ, ΣΤ΄. ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΠΟΥΡΟ ΚΑΙ ΑΚΡΑΣΙ σελ.114-125.
- ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΛΩΜΑΡΙΤΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ «ΒΕΝΙΑΜΙΝ ο ΛΕΣΒΙΟΣ» ΜΝΗΜΗ και ΠΑΡΑΔΟΣΗ, 1986. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ 1780-1840, ΤΑΚΗ ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗ, σελ.79-93.
- ΝΙΚΟΣ ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣ «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ 19ος ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ», 1986.
Πληροφορίες και έγγραφα – ντοκουμέντα