http://www.mporos.gr/neoxori

Ασχολίες και επαγγέλματα στο Μπορό από τα παλιότερα χρόνια μέχρι και σήμερα PDF Εκτύπωση E-mail
Γράφει ο/η Στρατής Παντελέλης   
11.01.09

paliaeppaggelmata.jpg            Οι κάτοικοι του Μπορού, από τότε που έχουμε στοιχεία για την ύπαρξη του χωριού(1841-πλάκα στην Αγία- Αικατερίνη) ασχολούνται με εργασίες γύρω από την καλλιέργεια της ελιάς.

            Θα προσπαθήσουμε να αναφέρουμε αυτές τις εργασίες γενικά αλλά και τα επαγγέλματα που αναπτύχθηκαν σιγά σιγά παράλληλα με τις ελιές.

            Πρώτα πρώτα ξεκινούμε με τους εργάτες γης, αυτοί που φρόντιζαν γενικά την ελιά στο σκάψιμο, καθάρισμα από άγρια φυτά, χόρτα και ζιζάνια ‘'τα τσιπελίκια'', τις πεζούλες και τα σέτια για τη συγκράτηση του νερού που μαζί με το χώμα βοηθούσε στην ανάπτυξη του δένδρου, καθώς επίσης και στην επιδιόρθωσή τους, τις ‘'χαλάστριες''.

            Προχωρώντας αναφέρουμε τους ραβδιστές και τις μαζώχτρες της ελιάς , τους κλαδευτές και μπολιαστήδες της αγριελιάς. Οι ραβδιστές, άξιοι και ευκίνητοι με τα ‘'τεμπλιά'' και τις ‘'τέμπλες'' έριχναν με τέχνη τον καρπό χωρίς να κόβουν κλαδιά και να πληγώνουν το δέντρο. Κατά πόδι, σαν να τους συναγωνίζονταν οι μαζώχτρες να γεμίζουν την καλαθίδα, μια μια την ελιά, σαν να ήθελαν να τις γνωρίσουν όλες, να τις χαϊδέψουν και να τους πουν ευχαριστώ για το ευλογημένο λάδι. Οι κλαδιστές είχαν το πιο ευχάριστο συναίσθημα δουλεύοντας. Να καλλωπίσουν τις ελιές, να φτιάξουν την κώμη και την κορμοστασιά τους,να γίνουν όμορφες σαν τη κοπελιά που αγαπούσαν και τους καρτερούσε στη γωνιά, στο καλντερίμι μετά το σχόλασμα για μια κρυφή ματιά.

            Στην ανανέωση και στα νιάματα πρώτοι ήταν οι μπολιαστήδες. Το πιο όμορφο, γεροδεμένο και ζουμερό βλαστάρι αγριελιάς διάλεγαν για να βάλουν ‘'τη φόλα'' το ήμερο μπόλι, για την αυριανή καρποφορούσα ελιά. Τα μπόλια και τα νιάματα ήταν η ελπίδα για τα κατοπινά χρόνια. Παράλληλα ασχολούνταν με κήπους και περιβόλια, καλλιέργεια και συλλογή άλλων προϊόντων, αμπέλια, σταφύλια, κάστανα, καρύδια, μήλα, αχλάδια κ.τ.λ. Στα βοσκοτόπια είχαμε ζώα(πρόβατα, κατσίκια) για γάλα , τυρί και κρέας. Οι τσομπάνηδες ήταν αρκετοί και καλά οργανωμένοι με καταλύματα (σάγιες και μάντρες) και τυροκομεία για παρασκευή τυριού και μυζήθρας

Στις διάφορες εργασίες στα χωράφια σημαντικό ρόλο είχαν όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Σε μια εποχή που οι μηχανές γενικά δεν υπήρχαν, τα ζώα βοηθούσαν τον άνθρωπο παντού. Από το άοκνο γαϊδουράκι, το σκληραγωγημένο μουλάρι, το ντελικάτο άλογο, αλλά και το υπομονετικό βόδι, τη γελάδα, το μοσχάρι, που εκτός από εργασία πρόσφεραν τον εαυτό τους για κρέας και διατροφή. Με τα ζώα τους κουβαλούσαν τις ελιές στα λιοτρίβια, τα ξύλα τους το χειμώνα, ήταν όμως και το μεταφορικό τους μέσον για τις μετακινήσεις τους μακρινές ή κοντινές.

Σαν επάγγελμα σχετικό με τα ζώα αναφέρουμε τους αγωγιάτες, τους ζευγάδες,-όργωμα της γης με ζυγιά βόδια ή άλογο, σπάνια μουλάρι ή γάϊδαρο. Πολύ παλιά χρησιμοποιήθηκε το ζώο και στους λιόμυλους να γυρίζουν την πέτρα ή τα βόλια όπως λέγονταν.

Οι δουλειές στα χωράφια είχαν σχέση οπωσδήποτε και με τις εποχές. ¨Αλλες ασχολίες είχαμε το χειμώνα, άλλες το καλοκαίρι. Μετά το όργωμα και τη σπορά ακολουθούσε το θέρισμα, το αλώνισμα και το μπαλάρισμα του άχυρου για τροφή στα ζώα. Βέβαια στο χωριό μας δεν υπήρχε συστηματική γεωργία, επειδή το έδαφος δεν προσφερόταν, όμως για μικρές οικογενειακές σοδειές είχαμε και ζευγάδες και θεριστάδες. Ο θερισμός όμως ήταν σοβαρή ασχολία στο χωριό για τα άγρια χόρτα, τα οποία θέριζαν - αλώνιζαν και έκαναν μπάλες μέσα σε μεγάλα κιβώτια, τις κάσες, για τροφή των ζώων το χειμώνα. Πρώτη ύλη ήταν το απλό χόρτο, η αφατσιά με μεγάλη διατροφική αξία, ο βίκος και σπάνια τα τριφύλια

Ο μεγάλος νερόμυλος που υπάρχει στο έβγα του χωριού, προς τον ποταμό, ο Μύλος που λέμε, μαρτυρεί μέρες δόξας για άλεσμα των σιτηρών γενικά, αλεύρι για ψωμί, σπάσιμο κριθαριού και καλαμποκιού για τα ζώα. Υπήρχε λοιπόν ο μυλωνάς,κι αυτό σαν επάγγελμα συμπληρωματικό του εισοδήματος.

Σημαντικό ρόλο στις αγροτικές δουλειές είχε και η υλοτομία, ΄΄ οι μπισκιτζήδες'' όπως λέγονταν. Για το κόψιμο των δέντρων χρειάζονταν τουλάχιστον δύο  άτομα ή και περισσότερα για να δουλέψουν στην αρχή με μονές πριόνες χειροκίνητες. Πεύκα, λεύκα, άγρια δέντρα, καρυδιές, καστανιές κ. τ .λ. Η ξυλεία ο κιρεστές(λ. τουρκική) τεμαχιζόταν σε μεγάλα βουλίτσια. Αυτά για να κοπούν κατά μήκος έπρεπε να σταφνιστούν με τη στάφνη για να έχουν οδηγό στο κόψιμο ευθείας. Κατόπιν έμπαινε στη δουλειά η μεγάλη πριόνα, η πλέον κοπιαστική διαδικασία γιατί ήταν βαριά, σαν κάσα μεγάλης πόρτας και ο ένας επάνω και ο άλλος κάτω σε μέρος κατάλληλο, πεζούλα ψηλή σαν μπαλκόνι έβγαζαν τις πλάκες, τον κιρεστέ για να μπορούν να φορτωθούν. Ειδικοί αγωγιάτες με δυνατά μουλάρια και μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια μεταφέρονταν έξω από το χωριό, σε πιο κατάλληλο μέρος για να βγάλουν επί τόπου, πάλι με την πριόνα, σανίδια, καδρόνια και κουσάκια για στέγες, πόρτες, παράθυρα ή και έπιπλα καρυδιάς. Οι μηχανοκίνητες κορδέλες ήρθαν πολύ αργότερα.

Το φόρτωμα της ξυλείας από το βουνό στο χωριό ήταν τέχνη και οι αγωγιάτες ειδικοί. ¨Εβλεπες μέχρι και δέκα μουλάρια στη σειρά να κατηφορίζουν το μονοπάτι έχοντας οδηγό το πρώτο το πιο έμπειρο, τον μπροστάρη, γιατί ο αγωγιάτης ήταν στο τέλος της φάλαγγας και το πρώτο μουλάρι έπρεπε να κάνει κουμάντο μόνο του. Σκληρή και επίπονη δουλειά και η υλοτομία και η μεταφορά, ο ‘'κυράς'', το αγώγι.

Γενικά οι εργασίες που σχετίζονταν με την ύπαιθρο χώρα, ήταν πάρα πολύ δύσκολες, επίπονες και ουσιαστικά ασύμφορες, αλλά οι αντίξοες συνθήκες ζωής , η ανάγκη για επιβίωση, ανάγκαζαν ορισμένες ομάδες ανθρώπων να ασχολούνται παρά την θέλησή τους. Μιλούμε βέβαια για τους ανθρώπους που ‘'έβγαζαν ρουμάνι΄΄ δηλ. έκοβαν άγρια δέντρα, κατ' εξοχήν  πρίνους και δεντροβαλανίδες και στη συνέχεια φόρτωναν τα καμίνια για  ξυλάνθρακες, τα κάρβουνα. Το επάγγελμα αυτό ασκήθηκε κατά κόρον την παλιά εποχή. Αναφέρουμε μάλιστα και το πιο σημαντικό για την ιστορία, ότι αρκετοί σε δύσκολους καιρούς , πήγαν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π. χ. στην Εύβοια γι' αυτήν τη δουλειά. Το να ξενητευτείς για καλλίτερη τύχη, το καταλαβαίνουμε, αλλά για τη χειρότερη δουλειά της εποχής εκείνης, ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε. Τόσο μεγάλη ανέχεια, φτώχεια και ανάγκη είχαν οι άνθρωποί μας. Οι ‘' καρβναροί'' της εποχής εκείνης, ήταν οι ήρωες της καθημερινής ζωής, φαμελίτες έντιμοι, που αγωνίζονταν να θρέψουν τις οικογένειές τους και να ζήσουν με αξιοπρέπεια, χωρίς να περιμένουν από πουθενά βοήθεια, παρά μόνο από τα χέρια τους.

Πριν φύγουμε από τις εργασίες της γης στην ύπαιθρο, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για κάποιες περιστασιακές ασχολίες των ανθρώπων. Αυτές έχουν να κάνουν με την εξόρυξη μεταλλευμάτων που τυχόν βρέθηκαν είτε στα δικά μας μέρη είτε αλλού σε άλλες περιοχές του νησιού μας. Πολλοί δούλευαν στα μεταλλεία λευκόλιθου π. χ. στην Αχλαδερή και άνδρες και γυναίκες διαλέγοντας την πέτρα. Είπαμε περιστασιακά γιατί κράτησε λίγο καιρό αυτό. Το επάγγελμα όμως που σχετίζεται με την πέτρα, γενικά οι πετράδες, πελεκητές, μιναδόροι, αυτοί που με δυναμίτες δούλευαν νταμάρια και λατομεία, αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη εμπειρία για την εποχή Μετά στη συνέχεια έχουμε τους μαστόρους της πέτρας, χτιστάδες κ. τ. λ. για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα μια και αποτελούν μεγάλη ομάδα σχετικά με την οικοδομή.

Ερασιτεχνικά και πολύ λίγο επαγγελματικά ασχολήθηκαν αρκετοί και με τη μελισσοκομία, τις μέλισσες και το μέλι. ¨Ηξεραν να τις μαζεύουν από τις κουφάλες των δένδρων που ζούσαν σε άγρια κατάσταση και να τις διατηρούν μέσα στα κουβάνια και αργότερα στις ευρωπαϊκές κυψέλες.

Επειδή η οικονομία του χωριού μας στηρίζεται και παλιά και τώρα στην παραγωγή ελαιολάδου θα πρέπει να αναφέρουμε και τα επαγγέλματα που σχετίζονται με όλη τη διαδικασία που ακολουθεί μετά το λιομάζωμα η επεξεργασία για να βγάλουμε το πολύτιμο προϊόν, το λάδι, βασικό για τη διατροφή και την υγεία μας. Με μια γρήγορη ματιά θα πούμε στα πολύ παλιά χρόνια πώς έβγαινε το λάδι, πριν τα σύγχρονα για την εποχή μηχανήματα με τον ατμό, τις γνωστές ατμομηχανές, τα πιεστήρια κ. τ. λ.

Παλιότερα λοιπόν, υπήρχαν οι ελαιόμυλοι, υποτυπώδες πέτρινο υπόστρωμα που μέσα γύριζε η ‘'πέτρα΄'' και έσπαγε τον καρπό, μετά σε άλλο χώρο με τη βοήθεια ξύλινης βίδας-κοχλία συμπιέζονταν το ‘'χαμούρι΄', ο΄πολτός και  με τη βοήθεια ζεστού νερού έβγαινε το λάδι, που μάζευαν με πλατύ κύπελο μετά το καταστάλαμα. Τί είδους επάγγελμα-εργασία θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε σ' αυτή τη διαδικασία είναι αδιευκρίνηστο και δύσκολο. Μόνο να συμπεράνουμε μπορούμε, όταν αναφερθούμε στα κατοπινά χρόνια με τις ατμομηχανές.

Η εργασία στο λεγόμενο εργοστάσιο, τη Μηχανή, ήταν χωρισμένη σε στάδια. Ο καθένας ήξερε ακριβώς τί δουλειά θα κάνει, χρειαζόταν μια εμπειρία, μια μαστοριά και επιδεξιότητα. Στο τέλος μπορούμε να καταγράψουμε αυτή την ασχολία σε ειδικότητα - επάγγελμα. Αρχίζουμε λοιπόν με τους χαμάληδες- αχθοφόρους που κουβαλούσαν με τον ώμο τον καρπό. ¨Επεφτε η ελιά στα βόλια, τις στρογγυλές πέτρες, συνθλίβονταν και με λίγο νερό, εξαρτάται αν ήταν ξερές ή φρέσκιες, έβγαινε ο πολτός, το χαμούρι. Από τον βόλιατζη, άλλο επάγγελμα, μεταφερόταν το χαμούρι σε πολύ μεγάλη σκάφη στους δέτες. Αυτοί μοίραζαν το χαμούρι στα τσουπιά, τα πανιά από γίδινο τρίχωμα σε σχήμα φάκελλου και αυτά πήγαιναν στη συνέχεια στο πιεστήριο, το ‘' μπασκί'', από το βοηθό στο μάστορα, που τα έχτιζε με τάξη και τέχνη -γι' αυτό λεγόταν και μάστορας -σε στήλη για να πιεστούν με την βοήθεια του ατμού στο μπασκί.

Η Μηχανή, που ήταν η ατμομηχανή του 1850 της Βιομηχανικής Επανάστασης, χρησιμοποιήθηκε και στα ατμόπλοια και στους σιδηροδρόμους. Η δική μας λοιπόν Μηχανή είχε το τεράστιο καζάνι, που φόρτωνε με ξύλο να σηκώσει ατμό. ¨Ολη τη φροντίδα αυτή την είχε ο θερμαστής, ο φουέστρος, άνθρωπος ικανός με γνώσεις μηχανικής, γιατί ο ατμός ήταν τεράστια δύναμη και χρειαζόταν καλό κουμάντο. Τελειώνουμε το προσωπικό της Μηχανής με τον κυριότερο και τον σημαντικότερο άνθρωπό της , την ψυχή της , τον μηχανικό. Αυτός μάλιστα έπρεπε να έχει και άλλες γνώσεις θεωρητικές και μηχανικές για τη λειτουργία της ατμομηχανής, τα  υδραυλικά συστήματα, τις αντλίες και γενικά την επίβλεψη αλλά και την επισκευή, αν τύχαινε κάποια βλάβη. Στο τέλος αφήνουμε την μεταφορά του λαδιού στο σπίτι που γινόταν πάλι από τους χαμάληδες μέσα στα τουλούμια (ασκούς της αρχαιότητας), δέρματα ζώων κατεργασμένα κατάλληλα σαν δοχεία.

Η λειτουργία της Μηχανής έδωσε μεροκάματο σε πολλούς ανθρώπους και ανάπτυξη στο χωριό. Για το κουμάντο του εργοστασίου, τη διεύθυνση την είχε  στο Συνεταιρισμό ο διευθυντής και στο άλλο το ιδιωτικό την είχε ο ιδιοκτήτης, το αφεντικό, επειδή πρέπει να σημειώσουμε ότι στο χωριό μας λειτουργούσαν δύο εργοστάσια.

Συναφές επάγγελμα με την ελιά ήταν και του εκτιμητή. Αυτός ήταν άνθρωπος που γνώριζε την απόδοση περίπου κάθε δέντρου, την δυναμικότητα και ανάλογα τη σοδειά μπορούσε να προϋπολογίσει σε ένα κτήμα πόσες ελιές έχει, προκειμένου ο ιδιοκτήτης αν ήθελε να τις δώσει σε τρίτο πρόσωπο να τις μαζέψει και να του δώσει το ανάλογο λάδι. Αυτό, η δοσοληψία ελιές - λάδι λεγόταν αποκοπή ή κεσίμ

Μετά τις γεωργικές, αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες μπορούμε να μεταφερθούμε σε έναν άλλο τομέα εργασιών, που έχουν σχέση περισσότερο με το χωριό σε αστικό επίπεδο. Τώρα μιλάμε καθαρά για επαγγέλματα τα οποία μάλιστα  προϋποθέτουν και απαιτούν κάποιες γνώσεις, τεχνικές, επιδεξιότητα, μεράκι και πολλές φορές σπουδές. Τα επαγγέλματα αυτά έχουν δύο επίπεδα άσκησης. Το πρώτο στάδιο ήταν της εκμάθησης, της σπουδής της τέχνης και αυτός που την μάθαινε λεγόταν τσιράκι και αργότερα, όταν πια την είχε κατακτήσει και ήξερε καλά τη δουλειά, τότε μιλάμε για το μάστορα, τον τεχνίτη ή κάλφα.

Στην επεξεργασία της πέτρας μετά την εξόρυξή της από τη γη μιλήσαμε για τους μιναδόρους και δυναμιτιστές. Τώρα θα ξεκινήσουμε από την απλή πέτρα, που θα της δώσουμε μορφή για γωνιές και αγκωνάρια. ¨Ηταν οι πελεκάνοι με τα εργαλεία τους, χτένια και σφυριά, οι πετράδες γενικά, για χτίσιμο σπιτιών, αρχοντικών, πέτρινων γεφυριών και όλα τα άλλα απλά τοιχοδεσίματα, μάντρες, πεζούλες που είχαν σαν πρώτο υλικό , σημαντικό, την πέτρα.

Ακολουθούσε ο μάστορας, χτίστης το επάγγελμα, που έπρεπε να έχει και γνώσεις πρακτικά αρχιτεκτονικές και μηχανικού για την καλαισθησία αφ' ενός και την ασφάλεια του κτηρίου αφ' ετέρου. ¨Επρεπε να ξέρει να ‘' διαβάζει ‘' το σχέδιο, αν υπήρχε ή να το επινοεί πάνω στη δουλειά.

Τις περισσότερες φορές το εξωτερικό του οικοδομήματος έμενε με πρόσωπο την πέτρα. Είναι όμορφο το δέσιμο στις γωνίες,  στις καμάρες, ακόμα και στα μέρη τα ανοιχτά στο κέντρο. Εκμεταλλευόμενοι το σχήμα του προσώπου της πέτρας, έφτιαχναν μια καλαίσθητη εμφάνιση που μέχρι σήμερα προκαλούν το θαυμασμό.

¨Αλλοτε έκριναν πως ο τοίχος έπρεπε για περισσότερη ασφάλεια και αντοχή να επιχριστεί, να σοβαντιστεί. Τότε το επάγγελμα του σοβατζή ήταν και αυτό σημαντικό. Επίχρισμα με άμμο, ασβέστη, τσιμέντο,αν υπήρχε και κατάλληλη τεχνική, δοσολογία και μεράκι, γινόταν κι εκεί το θαύμα. Επιχρίσματα ψιλά, χοντρά, βράχος, απλά και με λίγο χρώμα παρουσίαζε ο μάστορας αισθητική και αρμονία με το περιβάλλον.

Συνεχίζοντας με τη σειρά των εργασιών, συναντούμε τους ξυλουργούς, τους ντουλογέρηδες, που παίρνοντας το ξύλο από τους μπισκιτζήδες ξυλοκόπους το χρησιμοποιούσαν κατάλληλα. ¨Εφτιαχναν τη σκεπή πρώτα, να ‘'βγάλουν΄΄ τα νερά. Κατόπιν τα χωρίσματα μέσα στο σπίτι, τα μπαγδακιά, τις σκάλες που χρειάζονταν μεγάλη τέχνη και μαστοριά να ανεβαίνονται εύκολα και ξεκούραστα.

Μέσα στο σπίτι τα πάντα ήταν ξύλινα. Οπότε το επάγγελμα του ξυλουργού ήταν επικερδές και έχαιρε εκτίμησης από όλους. Στη συνέχεια ακολουθούσε το ταβάνι. Απλό πέτσωμα με σανίδες, αλλά και πιο περίπλοκο και καλαίσθητο με σχέδια, σχήματα, με ψιλά ραβδωτά πηχάκια σε ρόμβους, τρίωνα, παραλληλόγραμμα περιγράμματα ακολουθώντας τις γωνίες του τοίχου. Τα πατώματα είχαν πάλι μεγάλη τέχνη. Η δουλειά ξεκινούσε από τη ‘'μεσιά'' που τοποθετούσαν με το χτίσιμο του τοίχου και ήταν ένας ολόκληροςμακρύς κορμός δέντρου από γερό ξύλο, συνήθως κυπαρίσσι. Επάνω συναρμολογούνταν, πατούσαν οι δίπλες, χοντρά καδρόνια και το  πάτωμα έδενε με χοντρές σανίδες καρφωμένες με πατόκαρφα ή πατοβελόνες. Οι ντουλάπες για τα ρούχα και τα ντουλάπια για το μαγεριό είχαν και αυτά τον μάστορά τους ντουλογέρη, γιατί επρεπε κάθε χώρος, γωνία ή στένωμα να καλυφτεί και για χρήση σωστή και ομορφιά. Τα επί μέρους του μαγεριού ήταν η πιατοθήκη, ο λαϊνοστάτης και τα τζαμωτά καλαίσθητα ντουλαπάκια για τα γιαλικά, τα επίσημα ποτηράκια και πιατάκια που στολίζονταν και για βιτρίνα ομορφιάς

Το σπίτι έκλεινε στο τέλος με τα παράθυρα και τις πόρτες πάλι δουλειά λεπτή και σημαντική. ¨Επρεπε να διαλεχτούν τα ξύλα, να κοπούν στο καιρό τους, συνήθως χειμώνα για να δουλευτούν σωστά και να αντέξουν στο χρόνο, αλλά να γίνουν και όμορφα. Απλά φύλλα ξύλου ή πλαίσια με νταμπλάδες στη μέση έκλειναν το σπίτι και του έδιναν την καλαισθησία μαζί και την ασφάλεια. Συμπληρωματικά, εξειδικευμένη δουλειά του ξυλουργού ήταν του επιπλοποιού. Βέβαια στα πρώτα χρόνια τα παλιά, πού χρήματα για πολυτέλειες, ούτε καρέκλα, ούτε τραπέζι. Ο σοφράς, καθιστό επίπεδο χαμηλό τραπεζάκι, εθεωρείτο ήδη πολυτέλεια. ¨Οταν μιλάμε για κατοπινά χρόνια, είχαμε υποτυπώδη έπιπλα, ένα απλό καναπέ, δυο τρεις καρέκλες και ένα τραπέζι. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν το είδος του ξύλου, οπωσδήποτε καρυδιά. Ας μη μιλάμε για κρεβάτια. Η στρωματσάδα ήταν καθημερινή ασχολία, άπλωσε, μάζεψε και ξεκούρασμα του κορμιού πάνω στο στρώμα στο ξύλινο πάτωμα.

Ο μπογιατζής, ο ελαιοχρωματιστής ήταν ο τελευταίος που έφευγε από το σπίτι και αυτό στα κατοπινά χρόνια, γιατί στα πολύ παλιά ούτε που τους πέρναγε από το νού η μπογιά στο σπίτι, μέσα ή έξω. Πάντως και αυτό το επάγγελμα είχε τη γοητεία της τέχνης και της ομορφιάς.

Στα καθαρά αστικά επαγγέλματα, κατατάσονται όλα όσα ασκούνταν μέσα στο χωριό. Ο καφετζής για καφέ και κανένα ουζάκι για ξεκούρασμα και κουβέντα. Δίπλα, πολλές φορές στον ίδιο χώρο, ή αργότερα σε ξεχωριστό, ο κουρέας μόνο για μαλλιά ή και για ξύρισμα το Σάββατο, γιατί την Κυριακή στην εκκλησία έπρεπε να είναι όλοι οι χωριανοί καλλωπισμένοι και καθαροί.

Το μπακάλικο με τα απαραίτητα πολλές φορές και αυτό ήταν στον ίδιο χώρο με τον καφενέ. Ο μπακάλης ήταν συγχρόνως και καφετζής. Οι πινακίδες που σώζονται γράφουν  «  Καφενείον και παντοπωλείον ».Το καπνοπωλείο ξεχωριστό στο κέντρο του χωριού για τους θεριακλήδες καπνιστές.

Σταθερό επάγγελμα ήταν του χασάπη. Βέβαια το κρέας τα πολύ παλιά χρόνια, ήταν και ακριβό και σπάνιο, εκτός αν είχαν, και είχαν πάντοτε όλοι σχεδόν τα δικά τους οικόσιτα ζώα την κατσίκα με το κατσικάκι , ή το πρόβατο με το αρνάκι, και άλλοι το γουρουνάκι για τις γιορτές. Ο χασάπης εξυπηρετούσε τους πάντες και όταν στις μεγάλες γιορτές έσφαζε δαμάλι, έξω από το μαγαζί γινόταν πανηγύρι.

Στον ίδιο τομέα τοποθετούμε και το επάγγελμα του τσαγκάρη, του παπουτσή. Ο χειμώνας και οι δουλειές στο βουνό χρειαζόταν γερό και ανθεκτικό παπούτσι. Αλλά το ίδιο όμορφο, λεπτοκαμωμένο και γερό έπρεπε να είναι και το σκολιανό. Δούλευε λοιπόν ο παπουτσής και στο φτιάξιμο και στην επιδιόρθωση. Αργότερα , με τα έτοιμα παπούτσια της αγοράς το επάγγελμα αυτό σχεδόν πάει για εξαφάνιση, εκτός στην επιδιόρθωση.

Συμπληρώνουμε τον κύκλο των επαγγελμάτων με εκείνο του ράφτη. Ράφτης ή φραγκοράφτης, όπως λεγόταν, γιατί στα πολύ παλιά χρόνια φορούσαν τα σαλβάρια και τους αμπάδες, γι' αυτό έχουμε και την ονομασία σαλβαράς ή αμπατζής( ο κατασκευαστής του σαλβαριού- της βράκας- και του αμπά- χοντρό επανωφόρι). Αργότερα με τα φράγκικα παντελόνια ονομάστηκε φραγκοράφτης.

Επάγγελμα σημαντικό με καλή απόδοση ήταν και ο σαμαράς. Το σάγμα, το σαμάρι πάνω στο οποίο φορτωνόταν το φορτίο, το γομάρι ελιές, ξύλα ή και για καβαλίκεμα, ήταν από ξύλο καρυδιά και πλατάνι, γερά αρμολογημένο με τη στρώση για να μην πληγώνεται το ζώο και να αντέχει στα βαρειά φορτώματα.

Ερασιτεχνικά πολλοί ασχολούνταν και με χειροποίητα αυτοσχέδια καπίστρια, για το οδήγημα και κουμαντάρημα  του ζώου από σχοινί κατάλληλα και όμορφα μπλεμένο καθώς και παλιβάνια.

Ερασιτεχνική ασχολία ήταν και εκείνη του ζωγράφου και αγιογράφου που  έτυχε να έχει το χωριό μας τον Παν. Καραντάνη. Σώζονται αξιοθαύμαστες εικόνες αγίων στις εκκλησίες μας από τον περασμένο αιώνα, έργα του ιδίου.

Χωρίς να χαρακτηρίζεται καθόλου επάγγελμα, πολλοί ασχολούνταν με το κυνήγι πουλιών και άλλων αγρίων ζώων για τροφή αλλά και πολλές φορές έφερνε κάποιο εισόδημα με την επεξεργασία και την πώληση των δερμάτων αγρίων ζώων(κουνάβια ή ατσίδια όπως τα ξέρουμε).

Είχαμε και άλλα βιοποριστικά επαγγέλματα στο χωριό, όπως τα σιδεράδικα και ατζγκαναριά όπως λέγονταν. ¨Ηταν πολυσύνθετη ασχολία και σκληρή. Ο σιδεράς πάλευε με τις φωτιές, δάμαζε το σκληρό μέταλλο, του έδινε μορφή, έφτιαχνε χρήσιμα εργαλεία , τσαπιά, δρεπάνια, τσεκούρια, τσουγκράνες, επιδιόρθωνε όσα έσπαγαν, σιδεριές για τα μπαλκόνια κα άλλες σιδηροκατασκευές. Λεγόταν και αλμπάνης και δεμερτζής, από το τούρκικο ‘' demir'',σίδερο. Το εισόδημα συμπληρονόταν και με το πετάλωμα των ζώων, για να έχουν γερό πάτημα και να κρατούν στις κακοτοπιές. Οι βρύσες, τα τούμπα και ότι σχετικό με νερά , υδραυλικά, πυρκαγιές ήταν δουλειά του  σιδερά, μαζί βέβαια με εθελοντές του χωριού.

Επάγγελμα σχετικό με το σιδερά, ήταν και εκείνο του χαλκωματή, γανωτή. ¨Ολα τα χρειαζούμενα σκεύη του περασμένου αιώνα, στην κουζίνα, στα τυροκομεία και αλλού ήταν χάλκινα, μπακιρικά (από το τούρκικο μπακίρ- χαλκός). Αυτά για να είναι καθαρά και να προστατεύουν την υγεία του ανθρώπου, έπρεπε να γανώνονται, να επικασσιτερώνονται. Μια αρκετά σκληρή δουλειά, γιατί πάλι με τη βοήθεια της φωτιάς, έλιωναν και άπλωναν τον κασσίτερο( καλάι) στα χαλκώματα και αυτά γιάλιζαν και άστραφταν από καθαριότητα και ομορφιά

Πολλοί άνθρωποι δραστήριοι και προκομένοι ασχολούνταν με πολλές εργασίες εποχιακά, περιστασιακά ή επειδή τους άρεσε αυτό που έκαναν. ¨Ετσι μέχρι σήμερα πολλοί ασχολούνται με πολλά, χωρίς να λέμε πως έχουν το συγκεκριμένο επάγγελμα. Αυτό γίνεται συμπληρωματικά. Δούλευαν στα κτήματα, στη Μηχανή, είχαν τον καφενέ ή το μπακάλικο, το κουρείο, ή το ραφτάδικο, ήταν χτίστες, μπογιτζήδες και άλλα, όλα παράλληλα και αποδοτικά. Επάγγελμα που χαρακτηρίζεται συμπληρωματικό του οικογενειακού εισοδήματος ήταν του σαπωνοποιού. Ο σαμπουλχανάς ήταν το εργαστήριο επεξεργασίας του χοντρού, βιομηχανικού λαδιού, το οποίο με τη βοήθεια χημικών (ποτάσα) μετατρεπόταν.σε σαπούνι, υλικό άριστης ποιότητας και χρήσιμο για την καθαριότητα του ανθρώπου και των ενδυμάτων του.

Το επάγγελμα του φούρναρη στο χωριό μας, ουσιαστικά ασκήθηκε και αυτό συμπληρωματικό τα πολύ παλλιά χρόνια και μάλιστα από γυναίκες, για τις οποίες θα μιλήσουμε παρακάτω με πιο πολλές λεπτομέρειες. Κάθε γειτονιά σχεδον είχε το δικό της φούρνο και οι γυναίκες ζύμωναν το ψωμί και οι φουρνάρισσες το έψηναν και ζεστό μυρωδάτο, το απολάμβαναν συμπληρώνοντας το φαγητό τους με τις οικογένειές τους. ¨Εφτιαχναν δυο τρια μεγάλα ψωμιά για το σπίτι και τα είχαν για βδομάδες. Αργότερα φτιάχτηκαν φούρνοι επαγγελματικοί (γκιουλχάνια τους λέγαμε) και ζύμωναν, έψηναν και πουλούσαν ψωμί καθημερινά.

Οι ανακοινώσεις στο χωριό, γενικά η ενημέρωση των χωριανών σε θέματα που τους αφορούσαν, γινόταν με τον τελάλη ή ντελάλη. ¨Εβγαινε στο δώμα, ένα κτίσμα στο κεντρικό σημείο του χωριού και με τη δυνατη και ηχηρή φωνή του, που ακουγόταν ακόμα και από τα απέναντι κτήματα, τελαλούσε. Πολλές φορές τελαλούσε και μέσα στην αγορά περπατώντας

Θαλασσινές δουλειές, ψαράδες κ.τ.λ. δεν είχαμε στο χωριό, επειδή αυτό βρισκόταν πολύ μακριά από τη θάλασσα. Είχαμε όμως καραβοκύρηδες, καπετάνιους επαγγελματίες και λίγους ναυτικούς περιστασιακά.

¨Ολα τα επαγγέλματα- ασχολίες που αναφέραμε, ήταν αποκλειστικά των ανδρών. Δεν μπορούμε να πούμε όμως, πως η γυναίκα ήταν στο περιθώριο και δεν είχε και αυτή τα δικά της ιδανικά και ενδιαφέροντα. Πρώτα πρώτα ήταν η αρχόντισσα του σπιτιού, η νοικοκυρά, να φροντίζει την οικογένεια, τον άνδρα της και τα παιδιά της. Το μαγείρεμα, η καθαριότητα, η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών να γίνουν έντιμοι άνθρωποι με καλό χαρακτήρα και αξιοπρέπεια. ¨Ολες βοηθούσαν , εκτός αυτών και τους  άνδρες στα κτήματα, μαζώχτρες, στους κήπους και άλλες δουλειές με τα ζώα ή και αλλού. Μέσα στο σπίτι πάλι έφτιαχναν καταπληκτικά εργόχειρα , δαντέλες, πλεκτά και στο ράψιμο αρκετές. Μερικές ήταν  και  επαγγελματικά μοδίστρες στα γυναικεία φορέματα. ¨Εστηναν αργαλειούς, κρεββατές και ύφαιναν όλα τα στρωσίδια του σπιτιού, από κουρελούδες μέχρι τα πολύτιμα υφαντά, βαμβακερά, μάλλινα και μεταξωτά, σεντόνια, πεσέτες κουβέρτες, τραπεζομάντηλα, γενικά την προίκα για την κόρη και το γιο. Μέχρι σήμερα είναι άξια θαυμασμού αυτή η τέχνη, γιατί περί τέχνης μιλούμε. Ο αργαλειός ξεκινούσε από το νήμα που αγόραζαν, ή το μαλλί που το έξαναν με τα λανάρια, το βάψιμο, το καλάμισμα στην ανέμη και το πιο σπουδαίο, το διάσιμο. Σ' αυτό το συνδιασμό του νήματος, οριζόντια και κάθετα για να γίνουν τα διάφορα σχήματα, που ήταν πάρα πολύ δύσκολη και επίπονη δουλειά, λίγες τα κατάφερναν και ήταν χρυσοχέρες και καταπληκτικές υφάντρες.

Σε κάθε χωριό απερίσπαστο στοιχείο καθημερινής ζωής ήταν και η ψυχαγωγία. ¨Οχι μόνο δουλειά, χρειαζόταν και γλέντι. Έτσι παρα πολλοί από το χωριό μας ασχολήθηκαν επαγγελματικά με τη μουσική. Οι μουσικές κομπανίες ήταν ξακουστές με όλα τα λαϊκά παραδοσιακά όργανα, βιολιά, σαντούρια, κλαρίνα, φυσερά χάλκινα, μπασαβιόλα και τύμπανα, με δουλειές ακόμα και σε μακρινά χωριά. Η μουσική γενικά ήταν μέσα στο αίμα πολλών χωριανών μας και μαζί με το τραγούδι που συνόδευε πολλά γλέντια, ήταν ένα βάλσαμο και ξεκούρασμα του ανθρώπου από την καθημερινή δουλειά. Τους έκαναν να ξεχνούν τα βάσανά τους , που ήταν δυστυχώς πάρα πολλά!

Οι σκληρές δουλειές, οι τυρανισμένες και βασανισμένες, όπως έλεγαν, οδηγούσαν πολλούς να στραφούν σε άλλες πιο ήπιες  μορφές απασχόλησης και εργασίας. Πολλοί πήγαν στα  ‘'γράμματα'' και ευτυχώς από τα πολύ παλλιά χρόνια αρκετοί προόδεψαν, σπούδασαν και καλυτέρεψαν τη ζωή τους και πρόσφεραν και στον εαυτό τους και στην κοινωνία με τις υπηρεσίες τους. Το χωριό μας είναι περήφανο γι' αυτούς τους ανθρώπους, που σε δύσκολους καιρούς με χίλιες δυο στερήσεις, κατόρθωσαν να υπερνικήσουν όλα τα εμπόδια, οικονομικά, κοινωνικά, με μόνα εφόδια την επιμέλειά τους,  την επιμονή τους να επιτύχουν, μπόρεσαν να προχωρήσουν για το καλό όλων. ¨Εχουμε λοιπόν παρα πολλούς σπουδαγμένους από το   χωριό μας στα Πανεπιστήμια και τα Πολυτεχνεία, γιατρούς , δικηγόρους, πολιτικούς μηχανικούς, δασκάλους καθηγητές, εφοριακούς, υπαλλήλους σε διάφορες υπηρεσίες στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, γραμματείς στη κοινότητα και το συνεταιρισμό, στην αγροφυλακή, στη χωροφυλακή, ιερείς και ψαλτάδες και εμπόρους και άλλους γενικά  σε επιχειρήσεις να προοδεύουν και να ευημερούν στην Ελλάδα και το εξωτερικό

Στα πολύ παλιά χρόνια χρέη γιατρού και νοσοκόμας είχαν οι πρακτικοί, άνθρωποι που γνώριζαν τις θεραπευτικές ιδιότητες που είχαν μερικά βότανα, τα χρησιμοποιούσαν σε διάφορους συνδυασμούς και γιάτρευαν πολλές ασθένειες και έκτακτα περιστατικά,σπασίματα, πιασμούς και άλλα. Αν δεν τα κατάφερναν , ο ασθενής υπέφερε πολύ ή και μερικές φορές πέθαινε. Αυτά όλα όταν το χωριόμας δεν είχε γιατρό, σπουδαγμένο και άξιο. Τα τελευταία χρόνια αξιώθηκε το χωριό να έχει το γιατρό του, ντόπιο κάτοικο ,που έμεινε συνέχεια εκεί και πρόσφερε τις υπηρεσίες του ασκώντας το λειτούργημα αυτό με πολλές θυσίες του ίδιου και της οικογένειάς του.Αξίζει να τον αναφέρουμε γιατί είναι τιμή για το χωριό μας και είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για τη μνήμη του.Πρόκειται βέβαια για τον Κώστα Αυγήρη, άξιο τέκνο του Μπορού. Επίσης μεγάλες υπηρεσίες πρόσφερε στο χωριό και η μαμμή Ειρήνη Βερβέρη-Παντελέλη, γιατί οι γνώσεις της που είχε από τα νοσοκομεία που ασκήθηκε, ήταν σωστές και μπόρεσε να τις εφαρμόσει με επιτυχία Ο κοινωνικός της ρόλος τεράστιος, οι συμβουλές της αποτελεσματικές. Όλα τα γύρω χωριά την είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Ξεγεννούσε τις ετοιμόγεννες, τις φρόντιζε για τυχόν υποτροπές που στο παρελθόν στοίχιζαν τη ζωή και της μάννας και του νεογέννητου.

¨Ηθελα να τελειώσω αυτή τη μικρή αναφορά στα επαγγέλματα των κατοίκων του χωριού μας με τους δυο αυτούς ανθρώπους, το γιατρό και τη μαμμή και να τονίσω πως άσκησαν λειτούργημα και όχι ψυχρό επάγγελμα που πολλές φορές οδηγεί και σε άσχημο δρόμο, συμφέροντος και ιδιοτέλειας. Ανέφερα τα ονόματά τους σαν ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης εκ μέρους όλων μας ,όσοι θέλουμε να λέμε πως αγαπούμε το χωριό μας , άρα αγαπούμε τους ανθρώπους του.

Τελευταία ανανέωση ( 24.01.09 )
 
< Προηγ.   Επόμ. >